Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

«Με λένε Οδύσσεια» […]

katerina-gogou

«Άνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό | το σώμα μου φθαρτό, έχει από πέσιμο σχεδόν οριστικά τσακίσει. |  Ω, πόσο αγαπώ τη γη, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά… |  Και τι ανέντιμη. | Τόσες φορές που μ’ έχει σώσει το νερό πνιγμό απ’ το νερό φοβάμαι. |  Και να με λένε Οδύσσεια.  |  Καταμεσής της θάλασσας χωρίς σκαρί  |  χωρίς συντρόφους και πανιά  | στ’ απόκρημνα νερά  | χωρίς για μένα γυρισμό |  μόνο να ταξιδεύω».

Η Αθήνα μετά την απελευθέρωση υπήρξε ο τόπος για τους πάσης φύσης κυνηγημένους και για τους παντός περιεχομένου ποιητές. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια και πλησιάζαμε τα μέσα του ’50 και τις αρχές του ’60, οι ποιητές που γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή ή λίγο πριν θα γίνονταν οι δεκαπεντάρηδες και οι εικοσάρηδες της μεταπολεμικής εθνικής μας καλοκαιρίας. Ο ελληνικός κινηματογράφος, το τραγούδι, η ζωγραφική, η ποίηση, η πεζογραφία άλλοτε κλείναν με νόημα το μάτι στο κοινό τους για ό,τι άνανδρο κι ανόσιο διαπράχτηκε πάνω στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας. Συχνά κατονόμαζαν, παρά τη λογοκρισία, δράστες, φονιάδες κι ένοχους. Κι άλλοτε πάλι -κι οπωσδήποτε συχνότερα- βάδιζαν στη λεωφόρο του «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», έστω και μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική νωχέλεια της απελπισίας. Έτσι, πλάι στις ταινίες του Κούνδουρου, του Κακογιάννη και του Τζαβέλλα θα έρθει ν’ ανθίσει και το σινεμά της πιο ασυνάρτητης και ανερμήνευτης ευτυχίας: ονείρων, προτύπων, συμπεριφορών, ερώτων, αισθήσεων και ψευδαισθήσεων. Ιίάντως στα παρασκήνια, τα προσκήνια, τα πλατό, τα στούντιο αυτού του κοιμίζοντας και κοιμώμενου κόσμου, ανάμεσα στα καημενούλικα τερατάκια αυτής της χαζοχαρούμενης φινοφιλμικής πανδαισίας, με τις αρχοντοχωριάτισσες δεσποινιδούλες, τις σκανδαλιάρες μαθητριούλες βορείων προαστίων, τους καθωσπρεπισμένους ευρωπαϊκά Βαλκάνιους αγαπητικούς και τα λοιπά και τα λοιπά, μέσα εκεί λοιπόν θα τριγυρίζει, ηθοποιός κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ευφορικής πανελλήνιας κατανάλωσης, και η Κατερίνα Γώγου. Κι όταν στα 1978, πάνω που κι άλλη μια μεταπολιτευτική ευδαιμονία μας άρχισε να αφυδατώνεται, θα εμφανιστεί το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, το Τρία κλικ αριστερά, το κοινό θα μείνει άναυδο. Το μικροκαμωμένο θηλυκό των κωμωδιών του Σακελλάριου, του Δαλιανίδη και του Καραγιάννη αποκαλύπτεται ως νους ποιητικότατος, οιστρηλατημένος, προσανατολισμένος και -κυρίως κυρίως- ευφυώς ανατρεπτικός.

 

Ταυτόχρονα σχεδόν όμως η Κατερίνα Γώγου μετατοπίζει και τους άξονες της καθημερινότητάς της από το βιοποριστικό τρέξιμο των ρόλων θεάτρου και σινεμά προς ένα στοχαστικότερο αντίκρισμα και «τρέξιμο» των πραγμάτων. Ίων κοινωνικών, των μορφωτικόν και των πολιτικών. Μια ιδιότροπα στρατευμένη φυσιογνωμία ξεκινάει να μορφοποιείται όλο και περισσότερο τόσο στη γραφή της, όσο και στον προσωπικό της βίο.

 

Όμως τη γοητεία που ασκεί πάνω της ο κόσμος του εξαναγκασμένου περιθωρίου και την ενεργή και περιπετειώδη εμπλοκή της με το χώρο της μαχόμενης αναρχίας τροτσκιστικών καταβολών (και τα δύο αφ’ εαυτών αρκούντως ποιητικά στη διάθεση και στο στόχο) θα τις υπονομεύει διαρκώς μια άλλη, σκοτεινότερη και βαθύτατα δύστροπη προς κάθε ποίηση, περιπλοκή της πολιτείας της. Στην καρδιά της δεκαετίας του ’80 η Κατερίνα Γώγου θα επιστρέφει, θα καταβυθίζεται μάλλον, με μίαν ανεξήγητη νοσταλγία στην περιοχή των ευφορικών ουσιών και της πολιτικοποιημένης όπως όπως ψυχεδέλειας.

katerina-gogou-7

 

«Μέσα από τη μάζα τον πλήθους, όπου άνθρωπος και

μόνος βγήκε αυτό που βγήκε: η περιθωριακή μοναξιά.

Περιθώριο, δηλαδή μια λέξη-έννοια που την

αποφεύγουν θέλω να πω: καλύπτει όλους, λοιπόν;

Λέω λοιπόν για κείνο

το «περιθώριο της μέρας νύχτας» που σκεπάζει

αυτά που όλοι ξέρουνε βέβαια

αλλά τα κρύβουνε

φοβισμένοι

έντρομοι από ενοχές. Μοναξιά λοιπόν.

Λοιπόν, γιατί εγώ είμαι μικρή

ακόμα,  είναι οι ενοχές».

 

Δεν έχω διάθεση για καμιά παραδοξολογία, αλλά επιχειρώντας να δώσω σχήμα στη συνολική βιωματική ατοπία της Κατερίνας Γώγου, τολμώ να σκέφτομαι πως ετούτη η γυναίκα, ετούτη η όντως και ανοικοκύρευτα (εξού και όντως) ποιήτρια, κάποτε, και σχεδόν ανεπαισθήτως, μετέφερε το χώρο της από τα πλατό της «Φίνος» στα πλατό των Εξαρχείων. Από τον ένα χώρο της απατημένης φαντασίας στον άλλο χώρο της απατημέ-νης φαντασίας. Με προφανή βεβαίως τη στενοκοπιά και των δύο. Προφανή και την ανικανότητά τους να συγκρατήσουν επί πολύ το ποιητικό βλέμμα άθικτο και την «παγάν του λαλέουσαν». Επίσης, όμως, προφανέστατο και το έσχατο διακύβευμα που συνεπαγόταν για την ίδια ο χώρος των παραεξάρχειων σκηνσγραφικών φαντασμαγοριών, όπου, εκτός των άλλων, ήταν φαρδιά πλατιά εξαπλωμένος ενώπιόν της και «ο πάγκος του χασάπη». Δεν τον απέφυγε.

 

Μετράει να επισημάνουμε ότι παρά την υπονόμευση του ποιητικού της βίου από τις δυστροπίες και τις ατοπίες της πολιτείας της, η Κατερίνα Γώγου, πάνω ακριβώς σ’ αυτό το συνεχώς συρόμενο κάτω από τα πόδια της έδαφος, κατάφερε με τους χυμούς του και τις ακατάστατες ρίζες του να συντηρήσει τα κύρια στοιχεία της ποιητικής της παρουσίας: τη λαχτάρα της για την Αγάπη και τη διαρκή νοσταλγία ενός ανατρεπτικού, ηθικότερου, ειλικρινέστερου και πιο ανθρώπινου «Απόλυτου».

 

katerina-gogou-9

«Σε ενοχοποιούν

όχι τόσο οι πράξεις σου

σε ενοχοποιούν οι σκέψεις

οι σχέσεις σου

κάτι χαμόγελα που έσβησες

κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς

σχεδόν ηλιοβασίλεμα.

 

Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου και αυτά που της χρωστάς.

Κάτι λάθη και κάτι πάθη».

 

Δεν ξέρω πόσων ποιητών και ποιητριών η γραφή θερμαίνεται από μια τέτοια γνησιότητα κι ευκρίνεια επιθυμιών.

Τα γραφτά της Κατερίνας Γώγου που σήμερα παραδίνουμε στον αναγνώστη είναι ό,τι κατάφερε να διασωθεί από τ’ αδημοσίευτα της με τη φροντίδα και τη θέρμη του εκδότη Θανάση Καστανιώτη – στον οποίο οφείλεται και η πρώτη τους ταξινόμηση.

 

Εκτός από τα ποιήματα του Έβδομου βιβλίου, με το γενικό τίτλο που η ίδια είχε επιλέξει, Με λένε Οδύσσεια, στο βιβλίο αυτό και υπό τον ίδιο τίτλο έκρινα οφειλόμενο και σωστό να συμπεριληφθούν και οι προσωπικές δακτυλογραφημένες ή χειρόγραφες σημειώσεις της. Καταγραφές, συχνά με προφανή την ημερολογιακή πρόθεση, πάντοτε όμως καταγραφές διαθέσεων, μνήμης, συγγνώμης, μεταμέλειας, αγάπης και – τέλος- ενός επί πάντων διακυβευόμενου και τα πάντα διακυβεύοντος πάθους. Και παθών.

 

Επίσης βρίσκουν εδώ τη θέση τους και κάποιες «ενάρξεις» ασυντέλεστων εξιστορήσεων για στιγμές της, πρόσωπα και πράγματα. Κι ακόμα τρεις παραλλαγές σεναρίων.

ΜΑΝΟΣ ΛΟΥΚΑΚΗΣ – Αθήνα, Δεκέμβριος 2001 [Πρόλογος της έκδοσης]

 

ΕΔΩ Ή ΑΛΛΟΥ

«Αγαπημένε.

Μπήκε αθόρυβα ο χειμώνας.

Ξυπόλυτος μη με τρομάξει ή για το αντίθετο.

Έβγαλε μπουμπούκια η μοναξιά.

Οι εφημερίδες εδώ βγαίνουνε συχνά.

Τα νέα μου γνωστά.

Συνεχίζω τον εγκλεισμό μου.

Με μια κάμα στην καρδιά.

Εδώ ή αλλού.

Ζωντανή η σκοτωμένη.

Αγαπημένε.

 

Αθώε ένοχε.

Αστεριών το λαμπρό τρεμάμενο φως.

Βία αρμονία.

Αγαπημένε μου».

29 Οκτωβρίου 1991, Αθήνα –  Κατερίνα Γώγου

katerina-gogou-6

Δείτε επίσης

BERTOLD BRECHT: ΓΙΑΤΙ Ν’ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ;

  1 Κάποτε σκεφτόμουν: Σε χρόνους μακρινούς Όταν γκρεμίσουν τα σπίτια που έζησα Και σαπίσουν …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *