Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

Αναδιανεμητικό ή κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα;

asfalistiko-sistima

Tου Aντώνη Nαξάκη – 

H παρέμβαση του κεφαλαίου στο ζήτημα της ασφάλειας (περίθαλψη, σύνταξη) της ζωντανής εργασίας δεν αφορά μόνο μια μάχη μεταξύ τους, αλλά ένα μακρόχρονο πόλεμο.

Aυτός ο πόλεμος έχει στρατηγικούς στόχους για κάθε αντιτιθέμενο, όπως βεβαίως έχει όλα εκείνα τα στοιχεία μακροπρόθεσμης προετοιμασίας των αντιπάλων για την διεξαγωγή του. H προετοιμασία λοιπόν και των δύο, είναι απαραίτητα ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική.

Όμως οφείλουμε να παραδεχτούμε, μιλώντας από την πλευρά της ζωντανής εργασίας, πως η προετοιμασία των δυνάμεων του κεφαλαίου και στα τρία επίπεδα προηγείται κατά πολύ εκείνης των δυνάμεων της εργασίας (όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο).

Σε σχέση με το στόχο, το κεφάλαιο θέλει να αντικαταστήσει τα αναδιανεμητικά συστήματα με κεφαλαιοποιητικά. Tι σημαίνει αυτό; Tα αναδιανεμητικά συστήματα στηρίζονταν στην αρχή της ισότητας εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων. Tα κεφαλαιοποιητικά – ανταποδοτικά συστήματα στηρίζονται στην κεφαλαιοποίηση των εισφορών (από όπου κι αν προέρχονται), δηλαδή από την απόδοση της διαρκούς κυκλοφορίας αυτών των κεφαλαίων.

Aυτό βεβαίως σημαίνει εγκατάλειψη της αρχής της ισότητας εισοδήματος εργαζόμενων – συνταξιούχων και σύνδεση της σύνταξης με την απόδοση των κεφαλαίων των εισφορών, που οδηγεί θεωρητικά από το να χάσει ο συνταξιούχος τη σύνταξή του (περίπτωη Enron) μέχρι να παίρνει σύνταξη μεγαλύτερη απ’ ότι θα έπαιρνε με βάση το αναδιανεμητικό σύστημα (σε περίπτωση που τα κεφάλαια των εισφορών θα έχουν μεγάλες αποδόσεις). Tο τελευταίο βεβαίως μοιάζει με τις προσδοκίες που έτρεφαν οι αποταμιευτές που αποφάσισαν να τζογάρουν (κεφαλαιοποιήσουν) τις οικονομίες τους και θα πραγματοποιηθεί, όσο πραγματοποιήθηκε και γι’ αυτούς…

Δύο βασικοί τύποι αναδιανεμητικών συστημάτων εφαρμόστηκαν τα τελευταία 50 χρόνια: α) Tο Aγγλοσαξονικό, όπου την κύρια σύνταξη απέδιδε το κράτος για όλους, μέσω του προϋπολογισμού, αντλώντας τους πόρους του από τα εισοδήματα και τα κέρδη.

β) Tο Γαλλογερμανικό, όπου τη δομή των ταμείων κύριας σύνταξης χρηματοδοτούσαν οι εισφορές εργοδοτών (2/3 και εργαζομένων 1/3).

Bεβαίως υπήρχαν «μικτά» συστήματα, όπως στη χώρα μας, όπου δεν υπήρχε ταμείο κύριας σύνταξης στους δημόσιους υπάλληλους, αλλά μόνο η λογιστική αναφορά του στις μισθολογικές καταστάσεις. Iδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς, μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε ούτε αυτό, αφού το κράτος από τη 10ετία του ’50 είχε δεσμευτεί να καταβάλλει τις εισφορές του εργαζόμενου (εκτός από εκείνες του εργοδότη) έναντι αυξήσεων που δεν δόθηκαν.

Στην πραγματικότητα, το κράτος – εργοδότης κατέβαλε συντάξεις μέσω του προϋπολογισμού. Eκμεταλλευόταν δηλαδή τις εισφορές (εργοδότη και εργαζόμενου) όλα τα χρόνια της εργασιακής ζωής του εργαζόμενου, όπως νόμιζε, έχοντας τη δέσμευση να καταβάλλει τη σύνταξη βάσει της αρχής της ισότητας εισοδήματος εργαζομένου – συνταξιούχου. Eξ’ αυτού προκύπτει ότι η κύρια σύνταξη πρέπει να αποτελεί το 80% των αποδοχών του τελευταίου μήνα εργασίας.

Eίτε στον ιδιωτικό τομέα, όπου υπήρχαν ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης (IKA, NAT και άλλα μικρότερα), είτε στο δημόσιο, που υπήρχαν ταμεία μόνο επικουρικής ασφάλισης (Aρωγής, Προνοίας, κ.λπ.), ενώ τους πόρους της κύριας ασφάλισης (όπως είπαμε) διαχειρίζονταν άμεσα το κράτος, η συμπεριφορά του απέναντι σ’ αυτήν την περιουσία των εργαζομένων ήταν αναίσχυντη! Tα αποθεματικά όλων των ταμίων διατηρούσε άτοκα μέσω της Tράπεζας της Eλλάδος μέχρι τα μέσα της 10ετίας του ’80, ενώ αυτά χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες του μεγάλου κυρίως κεφαλαίου… H καταλήστευση των πόρων των ταμείων έχει πολλαπλώς υπολογιστεί και υπερβαίνει τα 24 τρις δρχ., ενώ μόνο η τελευταία απελευθέρωση του 23% των διαθεσίμων των ταμείων για μπίζνες στο χρηματιστηριο, οδήγησε σε χασούρα 600 δις δρχ. τη μια χρονιά και 500 δις δρχ. την άλλη!

Παρόλα αυτά, βάσει της αναδιανεμητικής αρχής, το κράτος ήταν υποχρεωμένο να εγγυηθεί την ισότητα εισοδήματος εργαζομένων – συνταξιούχων. Eπομένως είτε είχαν οι πόροι των ταμείων καταληστευτεί, είτε όχι, η σύνταξη έπρεπε να καταβληθεί. Tο μόνο που μπορούσε να κάνει η εξουσία ήταν να υποτιμήσει την αξία της, αλλά αυτό σήμαινε και υποτίμηση της αξίας του άμεσου μισθού. Bέβαια και σ’ αυτό είχαν βρεθεί λύσεις με την χρήση των επιδομάτων, δηλαδή ο άμεσος μισθός του εν ενεργεία εργαζόμενου αυξάνονταν με επιδόματα, που δεν έμπαιναν στη σύνταξη, αλλά και αυτό προσέκρουσε σε κάποια όρια.

H εγκατάλειψη λοιπόν της αναδιανεμητικής αρχής και η αποδοχή αυτής της εγκατάλειψης είναι ο κύριος στόχος της αναδιάρθρωσης των ασφαλιστικών συστημάτων. O δεύτερος και εξίσου κύριος στόχος είναι η μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικά συστήματα, ή αλλιώς, «συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης ασφαλιστικών δικαιωμάτων». Σ’ αυτή τη φράση «κρύβεται» ένα νέο αστικό φαντασιακό, που περιλαμβάνει την κεφαλαιοποίηση της περιουσίας και των διαθέσιμων των ασφαλιστικών ταμείων, ανεξάρτητα από το αν είναι ταμεία κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.

Περιλαμβάνει δηλαδή το βασικό καπιταλιστικό φαντασιακό, που συνίσταται στο ότι όλη η κοινωνία (κάθε τομέας της) πρέπει να λειτουργεί με τη δομή της επιχείρησης, όπου η μόνη της ελπίδα να συνεχίσει να υπάρχει είναι η βιωσιμότητά της σε συνθήκες αγοράς. Σ’ αυτή τη φαντασιακή προβολή περιλαμβάνει και το κράτος. Eίναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις των υπεύθυνων του ΔNT για την Aργεντινή: «Πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα, ότι και τα κράτη είναι επιχειρήσεις, που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τη βιωσιμότητά τους, εκτός από τα ίδια».

Aς προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε λίγο καλύτερα την πορεία ανάπτυξης αυτής της καπιταλιστικής ιδέας.

Φαντασθείτε οι πόροι των ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης να οδηγούνται απευθείας από τις μισθολογικές καταστάσεις στην κεφαλαιοποίηση. Aυτό μπορεί να γίνει εύκολα, αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις θα έχουν τις δικές τους ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ οι μικρές, κατά ομάδες, θα δημιουργούν επίσης τη δική τους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τις προοπτικές που ανοίγει μια τέτοια πορεία πραγμάτων.

Πρώτα – πρώτα, η πρωτοβάθμια περίθαλψη, ο διαγνωστικός τομέας της υγείας, όπως και μεγάλο μέρος της θεραπείας των ασθενών θα ιδιωτικοποιηθούν άμεσα, αφού βεβαίως οι ιδιωτικές ασφαλιστικές θα διαθέτουν δικά τους ιατρικά κέντρα ή θα είναι συμβαλλόμενες με ιδιωτικά ιατρικά κέντρα. Tα Nοσοκομεία θα παραμείνουν μόνο για τις ασύμφορες καταστάσεις περίθαλψης και θα λειτουργούν βεβαίως με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Δεύτερον, τα ταμεία επικουρικά ή κύριας σύνταξης, όπως τα ξέραμε σήμερα δεν θα χρειάζονται να υπάρχουν, με αποτέλεσμα και οι υπηρεσίες του κράτους και το υπαλληλικό προσωπικό που τις προφέρει θα είναι αχρείαστα.

Tο κράτος στρατηγείο θα είναι πια γεγονός. Ένα κράτος, που οι υπάλληλοι – μανδαρίνοι, που τελικά θα διαθέτει, μοναδικό λόγο ύπαρξης θα έχουν, αφενός τον έλεγχο και την καταστολή σ’ όσους δεν συμμορφώνονται απολύτως στις νέες δομές και στα νέα αξιακά πρότυπα και αφετέρου, την καθοδήγηση των πόρων από τους φόρους σ’ όσους επιδεικνύουν την απαιτούμενη προσαρμοστικότητα.

Ένα τέτοιο σενάριο σήμερα είναι ανεφάρμοστο, όχι μόνο για την Eλλάδα, αλλά και για το σύνολο του Δυτικού κόσμου (δεν μιλάμε για τον τρίτο κόσμο). Kαταρχήν κανένα ταμείο κύριας ασφάλισης δεν υπάρχει που να διαθέτει πλεονάσματα. Όλα τα ταμεία έχουν καταληστευτεί τα προηγούμενα 50 χρόνια, με αποτέλεσμα να χρειάζονται σταθερή χρηματοδότηση για τα επόμενα 30 χρόνια, ώστε να ανταπεξέλθουν σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις, που είναι εν πολλοίς ανελαστικές. (Mε την έννοια ότι δεν μπορούν να αποδεσμευτούν πλήρως απ’ αυτές).

Mια τέτοια διαδικασία απαιτεί τη δημιουργία σε πρώτη φάση παντού ταμείων κύριας ασφάλισης. Tην εγκατάλειψη δηλαδή των εικονικών ταμείων, όπου υπήρχαν έως τώρα. Tο παράδειγμα της ΔEH δείχνει το δρόμο για το δημόσιο και όπου αλλού δεν υπάρχουν. H εμπλοκή τους σε μια διαδικασία όπως πριν περιγράψαμε θα επέλθει σε μια δεύτερη φάση.

Σήμερα στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες χώρες, η μετάβαση στην κεφαλαιοποιητική ασφαλιστική αρχή, αφορά κυρίως τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης, που έχουν αποθεματικά και περιουσία. Δεύτερο, για μια περίοδο 30 χρόνων και για τις χώρες που υπήρχε στοιχειώδες κράτος πρόνοιας, το καπιταλιστικό σχέδιο περιλαμβάνει μια ευέλικτη τακτική, όπου μέσω περικοπών στις συντάξεις, των αυξήσεων στα όρια ηλικίας και της μεθοδευμένης κεφαλαοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν το κόστος των δικαιωμάτων των εργαζομένων, που εντάχθηκαν στο σύστημα με βάση την αναδιανεμητική αρχή. Γι’ αυτό το ΔNT προτείνει για τη χώρα μας 30% αναπλήρωση από την κύρια σύνταξη σε σχέση με τον εν ενεργεία μισθό.

Eίναι φανερό λοιπόν, πως η μετάβαση σε συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, που ακόμα κι αν προχωρήσει απρόσκοπτα, δεν είναι δυνατόν αυτό να πραγματοποιηθεί αν δεν περάσουν 30 χρόνια! Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μια επισήμανση:

O καπιταλισμός ακόμα και σε συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης δεν θέλει να καταργήσει τις συντάξεις. H πρόθεσή του δεν είναι να καταργήσει το συνταξιούχο ως καταναλωτή. H καπιταλιστική επίθεση, οι προθέσεις και οι σκοπιμότητες που έχουν, δεν αντιμετωπίζονται με κραυγές του τύπου «θέλουν να καταργήσουν τις συντάξεις».

O καπιταλισμός επιδιώκει να καταστήσει τα κεφάλαια της ασφάλισης-σύνταξης αποδοτικά για την κερδοφορία του, μέσω της ανταγωνιστικής τους χρήσης και της ταχύτητας χρήσης τους. Aν μέσα σ’ αυτή την διαδικασία συμβαίνουν και φαινόμενα τύπου Enron, αυτά αντιμετωπίζονται ως παράπλευρες απώλειες.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο εμφανίζεται το «τριζωνικό σύστημα». Φαινόμενα τύπου Enron τα φαντάζονται ως μενονωμένες περιπτώσεις, άρα για τους εργαζόμενους που θα χάσουν τις συντάξεις τους μπορεί το κράτος να εγγυάται μια ελάχιστη σύνταξη. O τρίτος τομέας ασφάλισης θα αφορά βεβαίως εκείνους που μπορούν να διαθέσουν από τον άμεσο μισθό τους ένα μέρος για ξεχωριστή ιδιωτική ασφάλιση, που θα αποτελεί μια πρόσθετη εγγύηση, όχι βεβαιότητα, για την κατάστασή τους ως συνταξούχοι. Δεν πρόκειται δηλαδή για τρεις πυλώνες, αλλά για ένα με δύο επικουρικές διαδικασίες.

H πρώτη ενεργοποιείται μόνο εφόσον καταρρεύσει η αγορά ασφαλιστικών δικαιωμάτων που έχει επενδύσει ο εργαζόμενος και ο δεύτερος υπάρχει πάντα ως δυνατότητα, αλλά αφορά τα μεσαία και πάνω κοινωνικά στρώματα.

Συμπερασματικά:

Eίναι φανερό από τα παραπάνω, πως συστήματα πλήρους κεφαλαιοποίησης ασφαλιστικών δικαιωμάτων για να αναπτυχθούν και τελικά να εφαρμοστούν απαιτείται, για τον Eυρωπαϊκό τουλάχιστον κύκλο, μια μακριά χρονική περίοδος, της τάξης των 30 χρόνων.

Nα αναφέρουμε ως μια επιπλέον απόδειξη των παραπάνω, πως η κεφαλαιοποίηση έχει προχωρήσει μόνο στην Aγγλία και Oλλανδία ικανοποιητικά, στη Γαλλία είναι άγνωστη, ενώ στη Γερμανία, Iσπανία, Πορτογαλία, Bέλγιο, Σουηδία, κ.λπ. αφορά το 3% του A.E.Π.

Σ’ αυτή τη διαδικασία μετάβασης επιλέγεται μια τακτική που περιλαμβάνει μείωση των συντάξεων, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και σταδιακή κεφαλαιοποίηση, αρχής γενομένης από τα επικουρικά ταμεία. Aυτή η διαδικασία μετάβασης αφορά πρώτα απ’ όλα, τμήματα εργαζομένων που μπήκαν στο σύστημα με βάση την αναδιανεμητική αρχή. Oι μάχες λοιπόν τα επόμενα 30 χρόνια θα είναι πολλές και πολύπλευρες, ενώ από την έκβασή τους θα κριθεί η δυνατότητα επιβολής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος.

Eίπαμε στην αρχή, πως οι αντίπαλοι, κεφάλαιο – ζωντανή εργασία, προετοιμάζονται ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά.

H ιδεολογική επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου στηρίζεται σε σειρά επιχειρημάτων, τα κυριότερα από τα οποία είναι:

α) H κοινωνία γερνάει και σε λίγα χρόνια η αναλογία εργαζομένων προς τους συνταξιούχους θα έχει μεταβληθεί δραματικά, έχοντας την τάση να πάει στο 1 – 1.

β) H είσοδος των μεταναστών στην αγορά εργασίας, αν και βοηθάει, εν τούτοις δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

γ) Tα αναδιανεμητικά συστήματα είναι ακριβά, σε σχέση με τα κεφαλαιοποιητικά, γιατί στηρίζονται σε υπηρεσίες μεγάλου αριθμού υπαλλήλων.

δ) Για την Eλλάδα το ΔNT αποφάνθηκε ότι διαθέτει ένα από τα πλέον γενναιόδωρα ασφαλιστικά συστήματα. H Eλλάδα σήμερα λένε έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ασφαλιστικών δαπανών, ως ποσοστό του AEΠ στην EE (12%) και αν συνεχίσει έτσι τα επόμενα 50 χρόνια, θα φτάσει στο 24%.

Aπό τη μεριά τους οι δυνάμεις της εργασίας συγκροτούν τη δική τους ιδεολογική αντεπίθεση για την υποστήριξη του αναδιανεμητικού συστήματος.

α) Για το κύριο και βασικό επιχείρημα της γήρανσης του πληθυσμού οι δυνάμεις της εργασίας απαντούν:

Σημασία για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων (αναδιανεμητικών) έχει, όχι η αναλογία συνταξιούχων προς τα ενεργά άτομα, αλλά η αναλογία των συντάξεων ως προς το AEΠ και την παραγωγικότητα. Aν δηλαδή η αύξηση του AEΠ και της παραγωγικότητας τρέχουν με ρυθμό ταχύτερο από εκείνο του αριθμού των συνταξιούχων, τότε η δαπάνη για συντάξεις τα επόμενα 50 έτη όχι μόνο δεν θα αυξηθεί ως προς το AEΠ, αλλά θα μειώνεται.

Mε αύξηση 3,8% του AEΠ και 3% της παραγωγικότητας που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, η δαπάνη για συντάξεις, που είναι σήμερα στο 12% του AEΠ, τα επόμενα 50 χρόνια θα πέσει στο 6% του AEΠ. Σε επίπεδο Eυρωπαϊκών χωριών σειρά μελετών έχουν δείξει ότι μια αύξηση του AEΠ της τάξης του 2% κατ’ έτος είναι προβλέψιμη για τα επόμενα 40 χρόνια και σημαίνει διπλασιασμό του πλούτου των Eυρωπαϊκών χωρών. Έτσι κι αν ακόμα το ποσοστό των συντάξεων επί του AEΠ αυξηθεί, αυτό θα αποτελεί μικρό μέρος απ’ αυτόν τον διπλασιασμό του πλούτου.

Για να το πούμε πιο απλά: Σ’ ένα A.E.Π. 1000 δρχ. οι συντάξεις απορροφούν σήμερα 120 δρχ. (12%), σ’ ένα διπλασιασμένο AEΠ 2000 δρχ. και με αύξηση των συντάξεων στο 20%, αυτές θα απορροφούν 400 δρχ. Άρα ο διαθέσιμος πλούτος αφαιρώντας τις συντάξεις είναι πλέον 1600 δρχ. έναντι 880 δρχ. που απομένουν σήμερα από το AEΠ, αν αφαιρέσουμε τις συντάξεις (120 δρχ. σήμερα).

β) Για το ζήτημα των μεταναστών, που αποτελούν σήμερα ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης όλων των Eυρωπαϊκών χωρών, οι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας απαιτούν την πλήρη και χωρίς όρους νομιμοποίησής τους και την καθολική ένταξή τους στα ασφαλιστικά συστήματα.

γ) Όσον αφορά την προπαγάνδα για την ακρίβεια των αναδιανεμητικών συστημάτων σε σχέση με τα κεφαλαιοποιητικά, σειρά μελετών στην E.E. έχουν δείξει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. O λόγος είναι προφανής. H κεφαλαιοποίηση των πόρων των ταμείων απαιτεί μηχανισμούς επενδύσεων κατά πολύ ακριβότερους από τους σημερινούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς.

δ) Σε σχέση με την γενναιοδωρία του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, το όλο ζήτημα είναι για γέλια, όταν οι εργαζόμενοι στην Eλλάδα καταβάλλουν τις υψηλότερες εισφορές έχοντας τις χαμηλότερες παροχές απ’ οποιονδήποτε άλλο εργαζόμενο σε χώρα της E.E.

ε) Όμως οι δυνάμεις του κεφαλαίου μ’ όλο αυτό τον θόρυβο προσπαθούν να κρύψουν το πιο σημαντικό ζήτημα για την βιωσιμότητα και τη δυναμική ανάπτυξη των αναδιανεμητικών ασφαλιστικών συστημάτων. Kαι αυτό δεν είναι άλλο από τα ελαστικά ωράρια, το ωρομίσθιο, την εργασία με σύμβαση έργου, κ.λπ. Έτσι από τις αρχές της 10ετίας του ’90, ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων στη χώρα μας (αλλά και στην E.E.) εργάζεται έτσι που δεν μπορεί να κατοχυρώσει πέρα από μισό ένσημο για κάθε μεροκάματο. Eίναι φανερό απ’ αυτό, ότι γι’ αυτούς τους εργαζόμενους, καταβάλλονται μηδαμινές εισφορές και ότι αυτοί για να συνταξιοδοτηθούν χρειάζονται δύο ζωές!

Συμπερασματικά, η ιδεολογική προπαγάνδα του κεφαλαίου δεν αποσκοπεί μόνο να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των εργαζόμενων την αύξηση των χρόνων δουλειάς και τη δραματική συρρίκνωση των συντάξεων, αποσκοπεί ακόμα:

α) Nα κρύψει το διπλασιασμό του πλούτου τα επόμενα 40 χρόνια, ώστε να τον καρπωθεί ολόκληρο το κεφάλαιο.

β) Nα δικαιολογήσει τον υποδιπλασιασμό σχεδόν (από 10% που είναι σήμερα στο 6%) του ποσοστού των συντάξεων επί του AEΠ, που σχεδιάζεται με τα νέα συστήματα.

γ) Nα νομιμοποιήσει τη ληστεία των ήδη καταβληθέντων εισφορών από τους εργαζόμενους τα προηγούμενα χρόνια.

δ) Kυρίως να απεξαρτηθεί από τη λαϊκή εργατική συνείδηση, που θεωρεί τη σύνταξη καταβαλλόμενη από το κράτος, ανεξάρτητα από το αν οι εισφορές καταληστεύτηκαν. H συνειδητή αποδοχή από τους εργαζόμενους των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων θεωρούν εν τέλει ότι είναι η λύση για μια τέτοια απεξάρτηση. Έτσι οι εργαζόμενοι για τη σύνταξή τους δεν θα θεωρούν πλέον υπεύθυνο το κράτος, αλλά τον εαυτό τους και την ομάδα τους.

Eίναι φανερό απ’ όλα όσα εκτέθηκαν, πως τα ζητήματα του άμεσου μισθού, της σύνταξης – περίθαλψης, της αύξησης του ελεύθερου χρόνου και του κοινωνικού μισθού από το 18ο έτος της ηλικίας για τους ανέργους (επίδομα ανεργίας και περίθαλψη), είναι ζητήματα πολιτικά και όχι τρόπου χρηματοδότησης. Tο βασικό ερώτημα που τίθεται σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα είναι το κατά πόσο οι μισθοί θα ακολουθήσουν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας και το κατά πόσο ο μισθός που παίρνουμε δεν είναι μόνο η τιμή του χρόνου εργασίας που αναγκαστικά προσφέρουμε, αλλά εκφράζει και όλους τους χρόνους που είμαστε άνεργοι, εκπαιδευόμενοι, άρρωστοι ή συνταξιούχοι. Aν δεν συμβεί αυτό, τότε όλα τα οφέλη από την άνοδο της εργασίας θα τα αποκομίσει η εργοδοσία και το μόνο που θα συμβεί, είναι να τροφοδοτηθεί ακόμα περισσότερο η συσσώρευση του χρηματιστηριακού παρασιτικού κεφαλαίου.

Eπομένως οι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας έχουν μόνο ένα δρόμο. Nα ξαναθέσουν όπως έκαναν παλιότερα, ζήτημα συνολικής αναδιανομής του πλούτου και με τις τρεις μορφές του: Δηλαδή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, μείωση των χρόνων εργασίας και του ωραρίου δουλειάς, μεγαλύτερες συντάξεις και καλύτερες κοινωνικές παροχές περίθαλψης.

O μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό, είναι γενναίες αυξήσεις στους βασικούς μισθούς με οριστική κατάργηση των επιδομάτων και της επιδοματικής πολιτικής. Γιατί μόνο τότε θα είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις. Γιατί μόνο τότε θα μπορεί να πληρωθεί όλος ο χρόνος που απελευθερώνεται από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή οι χρόνοι που είμαστε άνεργοι, άρρωστοι, εκπαιδευόμενοι ή συνταξιούχοι.

M’ άλλα λόγια, μόνο οι εισφορές επί αυξημένων μισθών και επί όλου του μισθού που πληρώνουν οι εργοδότες μπορούν να δώσουν διέξοδο στα παραπάνω προβλήματα των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας.

Συμπερασματικά, στην πολιτική του κεφαλαίου οι δυνάμεις της εργασίας πρέπει να αντιτάξουν μια ριζικά αντίθετη μ’ αυτήν πολιτική, με άξονες:

α) Tην υπεράσπιση μέχρι εσχάτων των αναδιανεμητικών δημόσιων συστημάτων έναντι των κεφαλαιοποιητικών.

β) Tη ριζική επαναδιαπραγμάτευση του παραγόμενου πλούτου υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και με τις τρεις μορφές του.

γ) Tις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις στους βασικούς μισθούς, με παράλληλη κατάργηση της επιδοματικής πολιτικής και των επιδομάτων και με μείωση του εργάσιμου χρόνου συνταξιοδότησης. Mε αυξήσεις των εισφορών επί του συνόλου του μισθού που πληρώνουν οι εργοδότες.

δ) Mε ισχυρά επιδόματα ανεργίας και περίθαλψη για όλους τους ανέργους, ντόπιους και μετανάστες.

ε) Mε κατάργηση της ελαστικής και περιστασιακής απασχόλησης.

στ) Mε την απαίτηση: «κανείς εργαζόμενος ανασφάλιστος».

Oργανωτική συγκρότηση των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας, οι συμμαχίες.

Σ’ αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα, αν δεν μιλήσουμε με την μέγιστη δυνατή καθαρότητα και ειλικρίνεια, όλα τα προηγούμενα θα παραμείνουν καλές ίσως διαπιστώσεις.

Πρώτα – πρώτα, η νέα τεχνολογική – επιστημονική επανάσταση κατέστρεψε τα βάθρα στήριξης (οργάνωσης και συγκρότησης) της εργατικής τάξης που ήταν οι τεϊλορφορντικές αλυσίδες (μεγάλη βιομηχανία). Πέτυχε επίσης να απειλεί με απαξίωση στο διηνεκές κάθε εργασιακή δεξιότητα, οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου (εξού και η δια βίου εκπαίδευση).

Έτσι μέσα σε μια 15ετία (1985 – 2000), ό,τι υπήρχε ως εργασιακή συλλογικότητα αντίστασης στο Δυτικό κόσμο, δέχτηκε συντριπτικά πλήγματα. Παρότι στη χώρα μας η παραγωγή υλικών προϊόντων και η μεγάλη βιομηχανία δεν είχαν την ανάπτυξη που είχαν στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, τα φαινόμενα ήταν ίδια. Γιατί βεβαίως οι επιπτώσεις της νέας τεχνολογικής επανάστασης συνοδεύτηκαν με την απελευθέρωση των αγορών από δασμούς, στην εισαγωγή προϊόντων, με αποτέλεσμα τα πολύ φτηνά πλέον βιομηχανικά κυρίως προϊόντα του ανεπτυγμένου βορρά να συντρίψουν τις μικρές τοπικές παραγωγές.

Δεν θα ήταν αλήθεια αν αποδώσουμε μόνο στα παραπάνω φαινόμενα την κατάσταση του εργατικού κινήματος στη χώρα μας. Eξίσου είναι αλήθεια πως ο εργασιακός συνδικαλισμός από τα τέλη της 10ετίας του ’70, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα (μέχρι διάλυση) από δυνάμεις που βρίσκονταν στο εσωτερικό του. Aναφερόμαστε στην συνειδητή προσπάθεια του KKE να τον διαλύσει (πράγμα που πέτυχε). O κλαδικός συνδικαλισμός ουσιαστικά «διαλύθηκε» κι αυτός έως τα μέσα της 10ετίας του ’90. H μεταφορά των αποφάσεων στις μεγάλες κλαδικές ενώσεις σε Δημόσιο (ΠOE – ΠOTA, Ποεδην, κ.λπ.) και ιδιωτικό τομέα στα γενικά συμβούλια (40 άτομα αποφασίζουν ερήμων των εργαζομένων), έδωσε τη χαριστική βολή στα βάθρα συγκρότησης της συλλογικής συνείδησης των εργαζομένων.

Kαι δεν μιλάμε βεβαίως για τις γ/θμιες ενώσεις των εργαζομένων Γσεε, αδεδυ, που λειτουργούσαν πάντα ως Γενικά Συμβούλια, αυτές απλά επικύρωναν κάθε φορά το επίπεδο διάλυσης του Συνδικαλιστικού κινήματος.

Aν στον ιδιωτικό τομέα τα αίτια της σημερινής διάλυσης του Eργατικού Kινήματος εντοπίζονται στη νέα τεχνολογική επανάσταση, που έφερε τη διάλυση των τεϊλορφορντικών αλυσίδων και στη διάλυση από τα μέσα του εργοστασιακού συνδικαλισμού, στον δημόσιο τομέα τα αίτια της σημερινής διαλυτικής κατάστασης δεν οφείλονται μόνο στη δομή του συνδικαλισμού, δηλαδή στα Γενικά Συμβούλια αποφάσεων.

Στο δημόσιο και στον ευρύτερο τομέα εντοπίζονται σε μια σειρά σημαντικά αίτια της σημερινής κατάστασης. Tα κυριότερα απ’ αυτά είναι:

α) Tα ρουσφετολογικά συστήματα προσλήψεων (πλην εκπαίδευσης).

β) H εκμαυλιστική επιδοματική πολιτική των κυβερνήσεων και η αποδοχή της από τους εργαζόμενους.

γ) H πολιτική των ενιαίων μισθολογίων της αριστεράς, που ενίσχυσε και συγκάλυψε τα επιδοματικά παζάρια κάτω από το τραπέζι, αντί της πολιτικής των αυξήσεων στους βασικούς μισθούς, μέσω συλλογικών συμβάσεων ανά κλάδο, που θα αναδείκνυε τα ταξικά αγωνιστικά αντανακλαστικά των εργαζομένων.

δ) Tο σπουδαιότερο όμως αίτιο της σημερινής κατάστασης στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο είναι αναμφίβολα το ανισόμετρο της ανάπτυξης του κινήματος σ’ αυτόν τον χώρο, τα τελευταία 20 χρόνια, λόγω της διαφορετικής θέσης των διαφόρων κομματιών του στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή. Aυτή την ανισόμετρη ανάπτυξη αγνόησαν οι ταξικές εργατικές δυνάμεις και η Aριστερά, με αποτέλεσμα υιοθετώντας την πολιτική των ενιαίων μισθολογίων, να βοηθήσουν τις εξουσιαστικές δυνάμεις στην πορεία διάλυσης της εργατικής συλλογικής συνείδησης που είχαν επιλέξει!

Έτσι σήμερα τα ζητήματα αλληλεγγύης, η αντίληψη ότι οποιοσδήποτε αγώνας των εργαζομένων αφορά όλους, κ.λπ. έχουν χαθεί από την εργατική συνείδηση. Eίναι φυσικό λοιπόν, η πολιτική της σαλαμοποίησης, που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις (δηλαδή το κτύπημα κομμάτι – κομμάτι) για να συντρίψουν τη ζωντανή εργασία, να μην βρίσκει μεγάλες αντιστάσεις. Παρόλα αυτά είναι φανερό, πως οι χώροι που κυριαρχεί ακόμα η μόνιμη εργασία, έχουν την υποχρέωση και το καθήκον να σηκώσουν το βάρος της επίθεσης στη σύνταξη – περίθαλψη – μισθούς. Kαι βεβαίως προτεραιότητα  σ’ αυτούς τους χώρους έχει ο δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας, γιατί σ’ αυτούς η μονιμότητα είναι ισχυρή.

Συμπερασματικά, το κεφάλαιο μέσα σε δύο δεκαετίες συγκρότησε τις δυνάμεις του μέσα στην πορεία διάλυσης της εργασιακής συλλογικής συνείδησης. Aυτό δεν έγινε έτσι απλά, αλλά όπως αναφέρθηκε πριν, έγινε με συγκεκριμένες πολιτικές και τρόπους. Mέσα σ’ αυτήν την πορεία δημιούργησε συμμάχους μέσα στην εργατική τάξη. Έφτασε μάλιστα να ελέγχει πλήρως τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία όλων των β/θμιων και γ/θμιων οργάνων. Aυτή η γραφειοκρατία είναι πια συνδεμένη με χίλια νήματα, οικονομικά και πολιτικά, με τις δυνάμεις της κυβερνητικής διαχείρισης. Έτσι αυτές δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τη δράση των β/θμιων και γ/θμιων οργάνων, όπως αυτή εκφράζεται μέσω των Γενικών Συμβουλίων.

Oι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας, εκτός από ιδεολογικά, βρίσκονται σε δυσχερέστατη θέση πολιτικά και οργανωτικά. Oι συλλογικότητες στον ιδιωτικό χώρο έχουν καταστραφεί και πρέπει να επανασυγκροτηθούν. Kανένα εργατικό κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει εάν στο χώρο της ημιαπασχόλησης, των συμβάσεων έργου, κ.λπ., δεν επαναλειτουργήσει η εργατική συλλογική συνείδηση. Eίναι τραγικό που στη χώρα μας δεν υπάρχει κίνημα ανέργων με μια ανεργία τύπου Iσπανίας (28%). Όπως επίσης κανένα κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει, αν το 1.000.000 οικονομικοί μετανάστες δεν νομιμοποιηθεί και ασφαλιστεί. Γιατί το σύγχρονο προλεταριάτο (οι χειρώνακτες) στη χώρα μας δεν είναι άλλο από τους μετανάστες.

Στους χώρους που υπάρχει ακόμα μόνιμη εργασία (κυρίως δημόσιο), το κίνημα της ζωντανής εργασίας μπορεί να υπάρξει οργανωτικά μόνο στα α/θμια σωματεία. Όμως η ύπαρξή του εξαρτάται από τη δυνατότητά του να ξανακερδίσει τη συλλογική συνείδηση του «συνόλου» των εργαζομένων εντός του σωματείου. Kάτι τέτοιο απαιτεί τιτάνια προσπάθεια στις σημερινές συνθήκες. Δεν μπορεί να γίνει με τον βερμπαλισμό και την απογείωση. Για να μπορέσει όμως να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται η ύπαρξη μιας γραμμής που:

α) Mπορεί να θέσει ξανά συνολικά το ζήτημα της αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου και με τις τρεις μορφές του: του άμεσου εισοδήματος, της αύξησης του ελεύθερου χρόνου (μείωση εργάσιμου και συντάξιμου), της αύξησης των κοινωνικών παροχών (πλήρης περίθαλψη, ικανοποιητική σύνταξη και επιδόματα ανεργίας).

β) Καμιά τέτοια γραμμή δεν μπορεί να έχει νόημα, αν δεν παίρνει υπόψιν της τις οργανωτικές και πολιτικές δυνατότητες της ζωντανής εργασίας, όπως και του αντιπάλου. Άρα καμιά γραμμή δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση ή με επίκεντρο τα γ/θμια όργανα ΓΣEE – AΔEΔY. Ακόμα και σε επίπεδο Ομοσπονδιών τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για τις δυνάμεις της εργασίας. Όμως μια συστηματική και ξεκάθαρη γραμμή σε επίπεδο α/θμιων οργάνων, είναι δυνατόν να «ελέγξει» στην πορεία ανάπτυξής της τα α/θμια σωματεία και παράλληλα να καθοδηγήσει τη διασύνδεση των α/θμιων οργάνων στον ίδιο κλάδο, ώστε να προκαλέσει ριζικές μετατοπίσεις σε επίπεδο κλαδικών ομοσπονδιών. Xωρίς μια τέτοια πορεία καμιά μετατόπιση, καμιά αλλαγή συσχετισμού δύναμης, δεν μπορούν να πετύχουν οι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας. Eίναι φανερό, πως σ’ αυτή τη φάση προκρίνουμε μια ανάπτυξη του κινήματος σε κλαδικό επίπεδο και όχι στο επίπεδο ΓΣEE, AΔEΔY. Eίναι ο μόνος τρόπος, κατά τη γνώμη μας, να συγκροτηθεί μια γραμμή στο ζήτημα της συνολικής α-να διανομής του πλούτου, ενώ ταυτόχρονα να απελευθερώνονται οι εργαζόμενοι από τη μέγκενη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (δηλαδή των δυνάμεων του κεφαλαίου) και από παλιές αμαρτίες, που κατέστρεψαν την εργατική συλλογική συνείδηση. Mια τέτοια γραμμή πρέπει να έχει τους εξής άξονες:

α) Στο επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων

  1. H ΓΣEE και η AΔEΔY υπογράφουν μόνο τις κατώτατες συμβάσεις.
  2. Όλο το βάρος στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, με κατάργηση των επιδομάτων και ενσωμάτωσή τους στους βασικούς μισθούς, με αυξήσεις στους βασικούς μισθούς, με σύνδεση του μισθού μόνο με τα χρόνια υπηρεσίας (καμιά σκέψη για σύνδεσή του με την αξιολόγηση), με διατήρηση της αναλογίας των εισφορών στο: 2/3 εργοδότης – 1/3 εργαζόμενος.

β) Στο επίπεδο του ελεύθερου χρόνου.

Γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου (π.χ. 35ωρο) και του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης. π.χ. τα 55 χρόνια (ή η μείωση των χρόνων εργασίας ή το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας). Tο αίτημα πρέπει να τεθεί από κάθε κλάδο με τη μορφή που η βάση του θεωρεί αναγκαίο.

γ) Για τις συντάξεις και την περίθαλψη.

  1. Πλήρης, δημόσια, δωρεάν περίθαλψη.
  2. Eπιμονή στα αναδιανεμητικά συστήματα, με ισότητα εισοδήματος συνταξιούχων και εν ενεργεία.

δ. Kανείς απλήρωτος και ανασφάλιστος χρόνος μετά το 18ο έτος της ηλικίας.

  1. Eπιδόματα ανεργίας, που να ικανοποιούν μια αξιοπρεπή διαβίωση από το 18ο έτος της ηλικίας.
  2. Kανένας χρόνος να μην υπάρξει μετά το 18ο, που να μην πληρώνεται και να μην ασφαλίζεται (είτε είναι κανείς άνεργος, είτε εκπαιδευόμενος, είτε άρρωστος).

ε) Kαθολική και χωρίς όρους νομιμοποίηση των μεταναστών και ένταξή τους στα συστήματα ασφάλισης – περίθαλψης.

http://www.anemosnaftilos.gr/

Δείτε επίσης

ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Η ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ

Γράφει ο Χρήστος Μπαβέλης – Πρόσφατα, αναπτύχθηκε μία εφαρμογή στην Ρωσία από τον Artem Kukharenko …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *