Τετάρτη , 11 Δεκεμβρίου 2024

ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΤΟΥ «ΡΑΜΠΑΓΑ»

Φόρο στο φόρο, σ’ έσπασαν
Λαέ, λαέ – χαμάλη!..
Κολλήθηκαν απάνω σου,
Σα βδέλλαις, οι μεγάλοι
Και σου βυζαίνουν το πουγγί,
Το αίμα σου βυζαίνουν,
Χορταίνουν με τη φτώχια σου,
Με τ’ άχτι σου χορταίνουν…
Δε σκιάζονται τα λόγια σου…
Σε ξέρουν… Αγριεύεις,
Η τρίχες σου σηκόνονται,
Τα φρύδια σου μαζεύεις,
Φωνάζεις, μεσ’ στον πόνο σου:
«- Θα κάμω και θα δείξω!
«Θε να κρεμάσω τούτον δω
«Τον άλλονα θα πνίξω»…
Και πότε με πετρέλαιο,
Καυχιέσαι, θα τους κάψης…
Πότε με δυναμίτιδα
Το λάκκο τους θα σκάψης…
Μα, μεσ’ στην ώρα που πρεπε
Να πέση δυναμίτις…
Σένα σε πάει ριπιτί…
Δουλεύει … παγκλαστίτις
Κι όσω στα λόγια χάνεσαι,
Στης κούφιαις σου φοβέραις,
Σε σπάνουν με τους φόρους των
Του έθνους οι πατέρες!…
Πατέρες!… ω! τι όνομα!
Πατέρες είναι τούτοι,
Σαν στύβουν τη φτωχολογιά,
Για να στραγγίξουν πλούτη;
Πατέρες είναι; κι είμαστε
Παιδιά των ή προγόνια,
Σαν μας ακούν στον πόνο μας
Με τόση καταφρόνια;…
Φόρο στο φόρο!.. Δόστε του!
Τέτοιου λαού του πρέπει,
Απ’ την καλύβα νηστικός,
Χορτάτους να σας βλέπη!…
Να τρώτε σεις την κόττα του,
Τ’ αυγό του, το σφαχτό του,
Κι ατός, για παξιμάδι του,
Να τρώη… τ’ απαυτό του!…
ένα κρασί του έμενε
Κι εκείνο το ρουφάτε!…
ένα τσιγάρο κάπνιζε
Κι εκείνο του τ’ αρπάτε!…
Αϊ! τι του μένει του φτωχού,
Που όλους σας πλερόνει,
Που στρώνει το τραπέζι σας,
Χωρίς να το ζυγώνη; …
Μόνε τα μαύρα του κουκκιά…
Μ’ αυτά σας φοβερίζει…
Μα και μ’ αυτά σ’ αιώνια
Σαρακοστή γυρίζει!…

O «ΡΑΜΠΑΓΑΣ» έκανε την πρώτη του έκδοση το 1878 ως σατυρική αντιβασιλική εφημερίδα. Αντιμετώπισε πολλές δικαστικές περιπέτειες και έκλεισε οριστικά την 25η Μάη του 1889, ημέρα της αυτοκτονίας του εκδότη του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου. Είχε ήδη γλιτώσει τη ζωή του μερικά χρόνοια ενωρίτερα, το 1881 όταν είχε αντιμετωπίσει απόπειρα δολοφονίας του. Είχε ξεκινήσει την δημοσιογραφία σε νεαρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη απο όπου και εκδιώχτηκε για την αιχμηρή και κριτική γραφή του. Ο αυτόχειρας κηδεύτηκε με πολιτική κηδεία, αφού η Ιερά Σύνοδος δεν έδωσε άδεια για θρησκευτική ταφή. Ο φίλος και συνεργάτης του στην εφημερίδα Γεώργιος Σουρής του αφιέρωσε το παρακάτω:

 Ένα δάκρυ μας πικρό σε τραγουδιστή νεκρό

«Χρυσή καρδιά λαχταριστή στα στήθια σου πηδούσε

και τα τραγούδια έγραψες με φτερωτό κοντύλι,

τον Ραμπαγά και την Μανιώ καθένας τραγουδούσε

και γέλοιο εστεφάνωνε τα ροδινά σου χείλη.

Κι’ ήσαν ζωής αξένοιαστης ευτυχισμένοι χρόνοι,

που τόσα μας αδέλφωναν ονείρατα και πόνοι».

Ο «Ραμπαγάς» πρωτεκδόθηκε από τον ο Κωνσταντινουπολίτη Βλάση Γαβριηλίδη και τον Σιφνιό δάσκαλο Κλεάνθη Τριαντάφυλλο στις 14 Αυγούστου 1878. Το πρωτοσέλιδο άρθρο των εκδοτών «ΔΙΑΤΙ ΡΑΜΠΑΓΑΣ» θεωρήθηκε προσβλητικό και υβριστικό για την εξουσία που απαίτησε την σύλληψη και φυλάκισή τους, όπερ και εγένετο. Το πρώτο φύλλο όπως έγραψε αμέσως μετά ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, «εχρησίμευσεν ως εισιτήριον εις τας φυλακάς δια τας εν αυτώ  γραφείσας τολμηράς πολιτικάς ιδέας».

Το δεύτερο φύλλο εκδίδεται με φυλακισμένους τους εκδότες και σε άρθρο με τίτλο «Ο ΡΑΜΠΑΓΑΣ ΕΝ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ», οι εκδότες σχολιάζουν:

«Ενεθρονίσθημεν από της χθες, περί ώραν ωσεί ενάτην ή και δεκάτην. Είναι ωραία. Έχομεν την θέαν του Παρθενώνος εις τους κόλπους μας. Απέναντι το μνημείον του Φιλοπάπου μας στέλλει συγχαρητήρια· μία πλευρά του Θησείου μας ερωτεύθη· και με την Ακρόπολιν είμεθα εις διηνεκείς σχέσεις.

Διατί εν τη φυλακή;

Το γνωρίζει ο διάβολος και η εξουσία. Δεν ηξεύρομεν εις ποίας σχέσεις ευρίσκονται αμφότεροι· αλλ’ εις τας σχέσεις των δεν θα τους ταράξωμεν ποτέ. Τον ύπνον των ήσυχα ας κοιμώνται….

Τώρα;

Πρέπει να χωνεύσωμεν πρώτον το βαρύ αυτό γεγονός.

Την φυλάκισιν μας διά τίποτε. Την φυλάκισίν μας ίνα δοξασθή φαίνεται η ελευθερία του τύπου…

Έρχεται μήπως το δάκρυ;

Όχι· δεν σας κάμνομεν την χάριν ταύτην κυρία εξουσία.

Δάκρυσον συ, αν σοι έμεινε σταγών ανθρωπισμού, αφού κατέστησας την Ελλάδα Τουρκίαν, και ημάς τους υπηκόους σου ζητείς να καταστήσεις φελλάχους.

Ημείς θα εξακολουθώμεν γελώντες· αλλά γνωρίζετε τον γέλωτά μας· καίει, σας φέρει εκτός φρενών και μας στέλλετε εις τον Γκαρμπολά.

Αλλά ποίοι είναι οι μη αισχυνόμενοι;

Ημείς οι εντός του Γκαρμπολά ή σεις οι εκτός του Γκαρμπολά;

Δεν θα έλθη άρα γε η σειρά σας;».

Αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι μετά από αίτησή τους στο Συμβούλιο Εφετών της εποχής, δικάστηκαν το Δεκέμβρη του 1879 και τελικά αθωώθηκαν.

Τι σήμαινε και ποιος ήταν ο «Ραμπαγάς»; Όπως έγραψαν οι ίδιοι στο πρωτοσέλιδο, «τι εστί Ραμπαγάς; Παληάνθρωπος! Ουδεμίαν έχει αρχήν, αίσθημα ουδέν, χαρακτήρα ουδένα. Φορεί προσωπείον, ταινίας, κοσμήματα, ράκη, αστέρας, τω λείπουν μόνον κωδωνίσκοι. Εις τας δύο ακριβώς βλέπων την πατρίδα κινδυνεύουσαν λέγει ότι αγαπά αυτήν … […]  Σας ερωτώμεν εις τοιούτος Ραμπαγάς είναι ανάγκη να είναι δημοκράτης; Διατί να μη είναι και μοναρχικός; Μη τον πρώτον δεν καταδιώκη ο έλεγχος και η άμιλλα και τον δεύτερο δεν καλύπτη το ανεύθυνον; … […]Ως ο Χάμλετ εκράτει προ της μοιχού μητρός του καθρέπτην όπως εντροπίζηται το άκαθαρτον αυτής μέρος, ούτω και ημείς τον Ραμπαγάν θα κρατώμεν ως καθρέπτην προ της Ελλάδος όλης, έως ότου έκαστος ίδη τους ρύπους του εν αυτώ. Όταν όλοι τους ίδωσι και ίδωμεν επί των παρειών των ερύθημα, τότε θα συντρίψωμεν τον καθρέπτην»

Τα σατυρικά (;) ποιήματα, «Φόροι και λαός», όπως και το επόμενο «Εις τον κλεπτόμενον λαόν» δημοσιεύτηκαν τον Μάρτιο του 1887, 130 χρόνια πίσω, αλλά διατηρούνται δυστυχώς επίκαιρα στις μέρες μας. Σαν να μην πέρασε μια μέρα …

ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΛΕΠΤΟΜΕΝΟΝ ΛΑΟΝ
Κουτέ λαέ, που δω κ’ εκεί
Τον ίδρω σου σκορπίζεις,
Που θρέφεις με το μέλι σου,
Κηφηναριό σπουδαίο…
Που με το αίμα σου ζωή
Εδώ κ’ εκεί χαρίζεις…
Σωστό Περιπλανώμενο
Σε βλέπω Ιουδαίο!…
Σε παίρνει μαύρος σίφουνας,
Αιώνια σε παίρνει,
Ίσκιο δεν έχει το δεντρί
Για σένα να καθήσης!…
Νερό, στη δίψα σου, ποτέ
Κανένας δε σου φέρνει
Κι ούτε τον ίδρω σου ποτέ
Προφταίνεις να σφουγγίσης!…
Δουλεύεις!… Δούλευε, φτωχέ,
Και δόνε, δόνε, δόνε!…
Το γάλα του προβάτου σου 
Δε φτάνει να τους δώσης,
Ούτε το κρέας το παχύ
Και το μαλλί του μόνε…
Πρέπει γι’ αυτούς και το πετσί
Τουλούμι να φουσκώσης!…
Πρέπει, γι’ αυτούς, τ’ αμπέλι σου
Να θρέφη το σταφύλι,
Γι’ αυτούς το τρύγος… Κι αν πατάς
Γι’ αυτούς το πατητήρι,
Να λαχταρίζης το κρασί
Με τα στεγνά σου χείλη,
Μα να ποτίζεσαι πικρό
Φαρμάκι στο ποτήρι!…
Οργόνεις, σπέρνεις;… Όργονε
Και σπέρνε στα χαμένα
Και θέριζε κι’ αλώνιζε
Και λίχνιζε το στάρι…
Πεινάς; Αν απ’ αυτό ψωμί
Ελπίζεις, – ωιμένα – !…
Δε βλέπεις τον εισπράχτορα
Π’ αχόρταγα φερμάρει;…
Αγκομαχά το βόδι σου,
Στ’ αλέτρι του ζεμένο,
Και συ κ’ εκείνο στο ζυγό
Τον ίδιο μ μπερδεμένοι,
Ζευγάρι, ταίρι κάνετε,
Φοροξεθεωμένο,
Με γλώσσ’ από ξεθέωμα
Ξερολαχανιασμένη!…
Κουτέ λαέ!… Ω! ήμαρτον! 
Κ’ εγώ που το φωνάζω,
Είμαι κ’ εγώ κουτός λαός,
Κ’ εγώ, κ’ εγώ, μαζή σου,
Στην ίδια σάρκα ψήνομαι
Στην ίδια χύτρα βράζω!…
Κουτέ λαέ! ω! ήμαρτον! 
Είμαι… κουτό παιδί σου!…
Στοιχεία αντλήθηκαν απο αναρτήσεις στα ιστολόγια: http://ola-ta-kala.blogspot.grhttp://www.sarantakos.com | http://pandektis.ekt.gr |  http://62.103.28.111

 

Δείτε επίσης

Τα «Δεκεμβριανά» χωρίς ιδεοληψίες

  Του ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ * –  Δεν υπάρχουν και πολλά σκοτεινά σημεία για τη σύγχρονη …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *