Παρασκευή , 29 Μαρτίου 2024

Φοβού τους καταναλωτές …

Ελλάδα. Σωτήριο έτος 20… στο κατώφλι του 20… Οι κλασσικές μικροαστικές οικογένειες (σεβόμενες εαυτόν πάντα) ψάχνουν απεγνωσμένα ΝΕΑ τράπεζα για να πάρουν (και αυτό το χρόνο – κάτι σαν παράδοση) κάποιο δάνειο να… εορτάσουν. Νέα ως προς την ίδρυσή της, γιατί στις παλαιότερες έχουν εξαντλήσει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς δανείων.

Οι καταστηματάρχες είναι σε αναμονή μα και σε απόγνωση. Μαύρες σκέψεις κυριεύουν το μυαλό τους.

«Λες να μη πάρουν δάνεια;»

«Ωχ καταστραφήκαμε»

«Tόσο εμπόρευμα τι θα γίνει;»

«Πως θα πληρώσουμε τα χρέη;»

Οι ημέρες των Χριστουγέννων πλησιάζουν απειλητικά. Τα παιδιά πιέζουν.

«Παιχνίδια, Δώρα – τώρα»

Οι… οικογενειάρχες φτάνουν σε αδιέξοδο. Σκέφτονται ποια δόση (προηγούμενης αγοράς) να αφήσουν απλήρωτη, για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις που τους δημιούργησε ο χριστός με τα γενέθλιά του. Το «δώρο» του μισθού δε φτάνει ούτε για τα μισά και αυτό αν δουλεύουν. Σκέφτονται, σκέφτονται τι να μη πληρώσουν; Το home cinema, το μαξιλάρι του μασάζ, τη μηχανή του εσπρέσσο, την 4η κατά σειρά τηλεόραση που αγόρασαν πρόσφατα, το πανάκριβο περσικό χαλί από το telemarketing, τα ζαντολάστιχα ή το στερεοφωνικό του αυτοκινήτου (συνοδευόμενο από πανάκριβα ηχεία και… ΝΤΙ ΒΙ ΝΤΙ- στο αυτοκίνητο πάντα); Σκεπτόμενοι αυτά ταυτόχρονα συνειδητοποιούν ότι δεν πρέπει από δω και πέρα να βλέπουν τόσες πολλές διαφημίσεις. Καλά όλα αυτά αλλά ΤΩΡΑ τι γίνεται;

Παράλληλα τα απανταχού αφεντικά έχουν τα δικά τους προβλήματα. Στη έκτακτη γενική συνέλευση εμπόρων, εισαγωγέων, βιομηχάνων και τραπεζιτών υπάρχει ένταση. Οι τρεις πρώτοι πιέζουνε τις τράπεζες να δανείσουν τον κόσμο για να καταναλώσει. Οι τράπεζες αντιστέκονται. Δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης λένε. Πάρτε τους τα σπίτια (φωνάζουν οι έμποροι) μόνο ΔΩΣΤΕ τους κανά πεντάρι χιλιάρικα αλλοιώς καήκαμε. Τι να τα κάνουμε τα σπίτια όταν δεν υπάρχει κάποιος να τα αγοράσει μετά ρε (φωνάζει κάποιος από το βάθος). Επικρατεί σύγχυση. Τα πηγαδάκια στους διαδρόμους δίνουν και παίρνουν. Μετά από πάρα πολλές ώρες λύεται η συνέλευση με απόφαση να ζητήσουν υποστήριξη από το κράτος. Την επόμενη κιόλας μέρα πάει μία μικτή αντιπροσωπεία στον υπουργό οικονομικών και ζητάει γενικό δανεισμό για τις τράπεζες. Μα… φεύγουν άπραγοι. Τα τελευταία λεφτά των ταμείων τα… διοχέτευσαν σε ιδιωτικούς λογ/μούς του εξωτερικού. Τα πάλαι ποτέ κραταιά ταμεία (ικα συκα μικα νατ κνατ κ.α.) άδειασαν επί χρηματιστηρίου.

Οι ημέρες πλησιάζουν ακόμα πιο πολύ. Οι…οικογενειάρχες φυσάν ξεφυσάν με άγχος. Το καίριο ερώτημα των ημερών είναι ζωγραφισμένο στα πρόσωπα απανταχού των μικροαστών. ΠΟΥ θα βρούνε λεφτά; ΠΩΣ θα καταναλώσουνε και εφέτος. ΠΩΣ θα πάρουν το Batman (που γίνεται ταυτόχρονα ελικόπτερο, υποβρύχιο και γόνδολα – πετάει και αληθινά βελάκια) στο κωλόπαιδο που τους σπάει τα νεύρα κάθε μέρα από τότε που το είδε στη διαφήμιση. ΜΕ ΤΙ ΜΟΥΤΡΑ θα πάνε επίσκεψη στα σόγια (του ζεύγους) χωρίς ένα δώρο της προκοπής. Ψάχνουν απεγνωσμένα τους λογαριασμούς μήπως κάποια, από τις εφτά πιστωτικές του καθενός (σύνολο 14), έχει υπόλοιπο. Μάταια όμως. Όλες οι κάρτες γεμάτες χρέη.

ΑΠΟΓΝΩΣΗ, ΑΔΙΕΞΟΔΟ για τους πάντες. Ισορροπία του σύμπαντος στις αλληλοεξαρτώμενες σχέσεις. Αν δεν υπάρχει ζήτηση δεν υπάρχει ή παγώνει η προσφορά. Αν δεν υπάρχει αγοραστική δύναμη πως θα υπάρξει εμπόριο;

Κάποιο ζευγάρι συζητά με τόνο πένθιμο, βαρύ και καταθλιπτικό.

«Μαύρα Χριστούγεννα θα περάσουμε», λέει ο… αρχηγός της οικογένειας (ο άνδρας).

«Μαύρα κι άραχνα», συμπληρώνει με βαρύ αναστεναγμό η κυρία, νοικοκυρά (δούλα και κυρά κατά το λαϊκότερο) του σπιτιού.

«Ούτε ψιλά να δώσουμε στα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα δεν έχουμε».

«Στο γείτονα πήγες για δανεικά (προσφιλής τακτική παλαιόθεν);» ρωτά η γυναίκα όλο αγωνία.

«Πήγα μα τζίφος κι αυτός, μία από τα ίδια».

«Φτου, τη καταδίκη μου», λέει με θυμό η γυναίκα. «Πως θα πάω κομμωτήριο; Πως θα κάνω μάσκα προσώπου ε; Με τι παλτό θα με δουν οι ξαδέρφες σου στο ρεβεγιόν ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΣΙΝΟ(!)(!)(!) Αλλά που να καταλάβεις, εσύ είσαι άντρας δεν έχεις τέτοια σοβαρά ζητήματα. Εσύ ένα κουστούμι βάζεις και καθάρισες».

Τέτοιου τύπου διάλογοι κυριαρχούν μετά τις επτά το απόγευμα (είναι κι οι δύο σπίτι τότε) σχεδόν σε όλα τα κλουβιά των πολυκατοικιών ή αλλιώς τα… ελληνικά νοικοκυριά.

Η πόλη στα πρόθυρα της καταστροφής. Μία γιορτή, καθαρό κατασκεύασμα των εξουσιαστών είναι ικανή να καταστρέψει το σαθρό οικοδόμημα της οικονομίας μέσω της αναγκαστικής αντικατανάλωσης. Το Κράτος στέκεται ανίσχυρο μπροστά στην «αρρώστια» του καταναλωτή, του ψυχικού εξαναγκασμού (μέσω της υποχρέωσης) και της ανέχειας. Το ίδιο και οι βραβευμένοι με πτυχία οικονομικών τραπεζίτες αλλά και οι έμποροι. Τα σκυλάδικα, το ένα μετά το άλλο, ακυρώνουν τα προγράμματά τους, τα κανάλια αποφασίζουν να προβάλουν εκπομπές παλαιότερες (κονσέρβα) λόγω έλλειψης διαφήμισης, τα μαγαζιά πουλάνε κάτω του κόστους.

Παραμονή πρωί και δεν κινείται τίποτα στην αγορά. Τα φωτάκια στις βιτρίνες σβήνουν, ο κόσμος στη πόλη αραιώνει, η κίνηση στους δρόμους ελάχιστη. Όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους κλαίνε τη μοίρα τους. Μόνο οι δικαστικοί επιμελητές κυκλοφορούν με κατασχετήρια στις τσάντες τους, επί…το έργον. Κατάσχουν ότι μπορούν λόγω καθυστερούμενων δόσεων δανείων περσινών προπέρσινων κ.λπ. εορτών, διακοπών καλοκαιρινών κ.ά

Παραμονή απόγευμα προς βράδυ. Οι καταναλωτές, οι αδικημένοι από τις τράπεζες και άλλοι αυθόρμητα βγαίνουν από τα σπίτια τους και κατεβαίνουν στο κέντρο. Όχι για να ψωνίσουν αλλά με άγριες διαθέσεις. Κάποιοι κάνουν την αρχή και σπάνε τις βιτρίνες ενός καταστήματος. Η οργή ξεχειλίζει και σα ντόμινο ξεκινούν να καταστρέφουν ο,τιδήποτε βρεθεί μπροστά τους. Καίνε αυτοκίνητα, καταστρέφουν βιτρίνες, απαλλοτριώνουν εμπορεύματα, σπάνε τράπεζες. Μία ομάδα καταστρέφει τα Κ.Ε.Π. και συνεχίζει προς το υπουργείο εμπορίου. Το πλήθος συνεχίζει να εκδηλώνει με κάθε τρόπο την οργή του. Μία οργή ανθρώπινη, φυσική. Οργή για τις μεθοδεύσεις των εξουσιαστών να τους ελέγχουν μέσω του οικονομικού εγκλωβισμού. Οργή για τις τοκογλυφίες των τραπεζών, που τους «έπιναν» όλα αυτά τα χρόνια το αίμα. Οργή για τα αφεντικά, που τους πετούν το ξεροκόμματο. Οργή για τη πόλη, που τους φυλάκισε. Οργή για την υποταγή τους στον αστικό τρόπο διαβίωσης. Οργή για τα πάντα. Οι μπάτσοι τους κοιτούν ανήμποροι να κάνουν το ο,τιδήποτε.

Ξαφνικά όλοι έγιναν… γνωστοί άγνωστοι.

Ξαφνικά όλοι έγιναν αντιεξουσιαστές.

Ξαφνικά όλοι έγιναν ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Η Κασσάνδρα

Δείτε επίσης

ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

Σαν σήμερα… Σαν σήμερα γεννήθηκε, σαν σήμερα πέθανε, σαν σήμερα αντισταθήκαμε, σαν σήμερα νικήσαμε, σαν …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *