Τετάρτη , 11 Δεκεμβρίου 2024

Γ. Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»

 

tassos

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι∙

σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

 

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης. *

 

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο

που ξέφυγε κρυφά και φέρνει

μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,

και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,

            τη Συρία∙

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

            Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙

χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙

σαν έρθει ο θέρος

προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-

ρεύουν.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

 

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

            τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

            το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

            νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

            χνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες∙

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

          Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

  • Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή)

 

kavafis

Ποίημα που γράφτηκε στα τέλη του πολέμου όταν οι εξόριστοι πολιτικοί ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να βάλουν χέρι στα λάφυρα της χώρας που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει και την κοινωνική της απελευθέρωση.

Διπλωματικός υπάλληλος τότε ο Σεφέρης ακολούθησε την κυβέρνηση στο εξωτερικό και παρακολούθησε από κοντά όλες τις διπλωματικές ίντριγκες,  το ξεπούλημα της ελληνικής εθνικής αντίστασης, τα παιχνίδια εξουσίας της Ελληνικής αστικής τάξης με τους συμμάχους.

Με τον «τελευταίο σταθμό» στα ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β’ κάνει και τον δικό του απολογισμό. Μιλάει για σκληρές αλήθειες. Αλήθειες που δύσκολα αποδέχεται καθένας εξόν από εκείνες τις νύχτες με φεγγάρι, τις νύχτες της αγρύπνιας που καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δικές του Ερινύες που δεν μπορεί να τους κρυφτεί και να τις αποφύγει, έτσι όπως δεν μπορεί κανένας να κρυφτεί από τα αστέρια,  κι είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις αλήθειες που δεν υποχωρούν ποτέ.

Η δική του ενδοσκόπηση είναι συνάμα μια καταγγελία για όλο το σάπιο αστικό πολιτικό σύστημα, για τους πολιτικούς που υπηρέτησαν εκείνη την περίοδο τους συμμάχους, που δεν είχαν και δεν ένιωσαν ποτέ καμία αγάπη για τις πεζούλες της πατρίδας τους, εξόν και εάν αυτές μπορούσαν να πιάσουν καλή τιμή στις αγορές του κόσμου αφήνοντάς τους κέρδη. Όπως και σήμερα …

«Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων».

5

 

Τελειώνοντας με τον Μιχάλη …

«Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας

 «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά

Ο Μιχάλης ενσαρκώνει το παλληκάρι, τον Αντάρτη, αυτόν που δεν έφυγε, αυτόν που δεν κρύφτηκε, αυτόν που δεν γύρισε πλευρό και δεν απόστρεψε τα μάτια, αυτόν που δεν σκέφτηκε το μετά, αυτόν που περπατούσε νύχτα στη συσκοτισμένη γειτονιά, κυνηγημένος πολλές φορές, κουβαλώντας τον πόνο και την οργή του μαζί. Τον κάθε ανώνυμο Μιχάλη που αντιστάθηκε γιατί έτσι αισθάνονταν ότι έπρεπε να κάνει. Χωρίς καμία υστεροβουλία, χωρίς κανένα προσωπικό όφελος, γεμάτος με την αίσθηση αυτού του είδους  καθήκοντος  που μόνο οι ήρωες μπορούν πραγματικά να το αισθάνονται.

Ο Γ. Σεφέρης ήξερε πολύ καλά ότι αυτοί οι ήρωες είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού, αλλά άνθρωποι  που το μεγαλείο τους τον ξεπερνούσε. Και δεν είχε σκοπό να το κρύψει. Ήθελε να το αποκαλύψει, να το κοινωνήσει, να αποδώσει τις τιμές που πρέπουν στους Μιχάληδες και να προειδοποιήσει για τα μελλούμενα όλους τους άλλους, εμάς, όσοι αμέριμνοι ακόμα, απαθείς και μοιρολάτρες, ακόμα χειρότερα, παρακολουθούμε την πτώση μας.

Δείτε επίσης

BERTOLD BRECHT: ΓΙΑΤΙ Ν’ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ;

  1 Κάποτε σκεφτόμουν: Σε χρόνους μακρινούς Όταν γκρεμίσουν τα σπίτια που έζησα Και σαπίσουν …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *