«Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας. Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα».
«Μια μέρα είχα πάει σ’ ένα κοντινό χωριό που λέγεται Στένωμα. Σ’ αυτό το χωριό ήταν εγκατεστημένο το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. και τράβηξα κάτι φωτογραφίες. Όταν γύριζα πίσω στη Βίνιανη νωρίς το απόγευμα, βρήκα στο δρόμο μια ομάδα γυναικών που ξεκουράζονταν σε μια βρύση που βρίσκεται πριν από τη Βίνιανη. Να ένα ωραίο θέμα, είπα μέσα μου. Θα φωτογραφίσω αυτές τις γυναίκες με τις ζαλίγκες τους μόλις ετοιμασθούν να ξεκινήσουν. Τις πλησίασα και τις χαιρέτισα κατά τον συνηθισμένο τρόπο:
– «Γεια σας συναγωνίστριες».
-«Γεια σου συναγωνιστή».
-«Από πού έρχεσθε».
-«Από τη Νεράϊδα, συναγωνιστή».
Κι’ όταν άκουσα πως ερχόταν από το χωριό Νεράιδα κι είχανε περπατήσει έτσι φορτωμένες πέντε ώρες, άρχισαν πάλι οι τύψεις να με βασανίζουν. Πέντε ώρες πορεία και φορτωμένες έτσι. Ε, αυτό πια πώς να το χωρέσει ο νους μου.
Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια γριά (είναι αυτή που έχω στο λεύκωμά μου με την κασόνα ζαλίγκα). Αυτή τράβηξε πιο πολύ την προσοχή μου, οι άλλες ήταν νέες, και την ρώτησα τότε:
-«Καλά, εσύ συναγωνίστρια, δεν έχεις κανένα δικό σου, καμμιά κόρη, καμμιά αγγόνα, να ερχόταν εκείνη “αγγαρεία”, παρά φορτώθηκες εσύ γριά γυναίκα αυτή την κασόνα και περπάτησες τόσες ώρες.»
Να τι μ’ απάντησε εκείνη η Ευρυτάνα γυναίκα:
-«Έχω συναγωνιστή, και κόρες κι αγγόνες, αλλά όλες πήγανε σήμερα «αγγαρεία». Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας. Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα».
Βούρκωσαν τα μάτια μου κι άθελα άρχισαν να κυλάν τα δάκρυα. Καμώθηκα πως ήθελα να πιω νερό και πήγα κοντά στη βρύση. Πλύθηκα για να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό μου και να πάρω λίγο κουράγιο. Και χίλια κανόνια να έπεφταν με μιας ίσως θα μπορούσαν να τ’ αντέξουν τ’ αυτιά μου. Μα τούτα τα λόγια της Ευρυτάνας γριάς ήταν αδύνατο να τ’ αντέξω».
Την ίδια στιγμή σαν να βρισκόμουνα σε έκσταση ή έβλεπα ένα θάμα, άρχισε εκείνη η γυναίκα με την κασόνα ζαλίγκα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να γίνεται στοιχειό και δράκαινα, να ξεπερνά τις κορφές του Βελουχιού και ν’ ανεβαίνει στα μεσούρανα. Μέσα στο νου μου αυτή η γυναίκα έλαμψε και φωτίστηκε και στάθηκε μπροστά μου επιβλητική, μεγαλόπρεπη, ακατάλυτη. Κι εγώ μπροστά της ένας νάνος, ένα τίποτε. Την έβλεπα και δεν τη χόρταινα. Να, έλεγα, αυτή είναι η Ελλάδα, βουνήσια Ελλάδα, που αγωνίζεται και μάχεται για τη λευτεριά.
Ήθελα να τρέξω κοντά της, να την αγγίξω, να πάρω κι εγώ δύναμη, να πάρω κουράγιο να γεμίσω την ψυχή μου με πίστη και θάρρος, με αυτοπεποίθηση για να μπορώ να πράξω κι εγώ κάτι. Μα δεν είχα ούτε μια στάλα δύναμη. Τα πόδια μου λες κι είχαν κολλήσει σε λάσπη ή είχαν ριζώσει μεσ’ στη γη, δεν μπορούσα να τα κουνήσω και έτσι καρφώθηκα στο ίδιο μέρος και την κοίταζα αμίλητος και σαν υπνωτισμένος. Και μόνο όταν σηκώθηκαν και οι άλλες κοπέλλες με τις ζαλίγκες τους και μούπαν «Γεια σου συναγωνιστή», τότε συνήλθα. Τότε τις φωτογράφισα κι έφυγα ντροπιασμένος.
Σκεπτόμουνα πάντα, κι ως τα σήμερα ακόμα, τι έδωσε ο λαός μας σ’ αυτό το διάστημα της κατοχής και τι αντάλλαγμα πήρε για τις τόσες και τόσες του θυσίες. Έρχονται στιγμές, ακόμα και σήμερα, που φέρνω μπρος στα μάτια μου όλο αυτό το μεγαλείο του λαού μας όπως το ζήσαμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη, την ευλογία του θεού και βρεθήκαμε τότε στην Ελεύθερη Ελλάδα, και πονώ για τον λαό μας και για την κατάρα που τον δέρνει. Κι όταν μάλιστα ξέρεις ποια είναι αυτή η κατάρα τότε πονάς ακόμα πιο πολύ.»
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΕΤΖΗΣ