Πως ήταν εκείνες οι μέρες του Απρίλη το 1967; Υπήρχε ζωντανό λαϊκό-εργατικό κίνημα; Είχαν προηγηθεί τα Ιουλιανά το 1965. Είχε δολοφονηθεί ο Σωτήρης Πέτρουλας. Ένα μεγάλο κίνημα είχε αναπτυχθεί από τα κάτω με έντονα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Η μεγάλη απεργία/πορεία και σύγκρουση των οικοδόμων με την αστυνομία εννέα μέρες πριν την 21 Απριλίου μέσα από την αφήγηση του αγωνιστή Στέργιου Κατσαρού όπως την έχει καταγράψει στο βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης – Η γοητεία της βίας» (σ. 79-81):
«Στις 12 Απρίλη του ’67 είχε προγραμματιστεί μια απεργία των οικοδόμων. Απεργία όμως αυτού του κλάδου ήταν αδιανόητη χωρίς συγκέντρωση και διαδήλωση. Μια τέτοια εκδήλωση, στις συνθήκες που επικρατούσαν στις παραμονές του πραξικοπήματος, δεν ήταν δυνατό παρά να οδηγήσει σε σύγκρουση με την αστυνομία. Ποντάραμε πολλά σ’ αυτή την απεργία. Άλλωστε θα ήταν η πρώτη φορά που η οργάνωση μας σαν σύνολο θα κατέβαινε μ’ ένα κάπως επεξεργασμένο σχέδιο.
Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Περοκέ» στην πλατεία Μεταξουργείου. Την εξέλιξη της εκδήλωσης μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης μπορούσε να τη μαντέψει κανείς από τα πριν. Την απεργία κήρυξε η συντονιστική επιτροπή των οικοδομικών σωματείων που είχε τον έλεγχο στους οικοδόμους μαζί με τον εγκάθετο του Μακρή, τον Λυκιαρδόπουλο, που είχε μόνο τη σφραγίδα της ομοσπονδίας οικοδόμων. Αυτό έγινε για να δώσουν στην εκδήλωση μια επίφαση νομιμότητας. Ο Λυκιαρδόπουλος ήθελε μόνο τη συγκέντρωση και απέρριπτε κάθε ιδέα για πορεία.
Ωστόσο, η συντονιστική επιτροπή είχε προαποφασίσει μια «ειρηνική» πορεία στο Υπουργείο Εργασίας που θα διέσχιζε την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, την Ομόνοια και θα κατέληγε στην οδό Πειραιώς. Οι σταλινικοί γραφειοκράτες ακόμη πίστευαν ότι υπήρχαν δυνατότητες για ειρηνικές πορείες. Εκτός όμως απ’ αυτούς, κανείς άλλος δεν πίστευε ότι η εκδήλωση αυτή θα τέλειωνε χωρίς σύγκρουση. Μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις έφραζαν την Αγίου Κωνσταντίνου στο ύψος της πλατείας. Και, όπως έδειχναν τα πράγματα, ήταν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν ούτε σ’ έναν οικοδόμο να πατήσει το δρόμο.
Από την άλλη μεριά, η μικρή μας ομάδα βρισκόταν ολόκληρη στην εκδήλωση. Συμμετείχαν ακόμη και όσοι δεν είχαν καμιά σχέση με τον κλάδο. Αυτή τη φορά δεν πήραμε μέρος στις αλυσίδες της πρώτης γραμμής, όπου θα άρχιζε και η σύγκρουση.
Αυτό έγινε για δύο λόγους: α) ήμασταν σίγουροι ότι η σύρραξη ανάμεσα στους οικοδόμους και την αστυνομία ήταν βέβαιη και β) είχαμε παρατηρήσει ότι συνήθως ο πανικός σε μια συγκέντρωση άρχιζε με το σπάσιμο της πρώτης γραμμής. Πήραμε θέσεις αρκετά μέτρα πίσω. Στο μεταξύ, είχαμε εφοδιαστεί με πέτρες από τα πριν και ήμασταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε και τα ξύλα από τα πανό. Είχαμε επίσης παρατηρήσει στις προηγούμενες πορείες ότι η αρχική ορμή των αστυνομικών εξαντλούνταν με την αντίσταση των πρώτων αλυσίδων. Θεωρούσαμε ότι οι στιγμές αυτές ήταν κατάλληλες ώστε να πέσει μια δεύτερη σειρά από διαδηλωτές με ξύλα και πέτρες.
Παρόμοιες ενέργειες είχαν διπλό αποτέλεσμα: α) αιφνιδίαζαν τους αστυνομικούς και β) γίνονταν πόλος ανασύνταξης των διαδηλωτών. Είχαμε αποφασίσει επίσης να μη χρησιμοποιήσουμε κοκτέιλ μολότοφ, όχι μόνο γιατί αυτή μας την ενέργεια θα τη συκοφαντούσαν σαν προβοκάτσια, αλλά και γιατί είχαμε εμπιστοσύνη στη δύναμη των οικοδόμων.
Ωστόσο είχαν μεσολαβήσει πάρα πολλά πράγματα από τον Δεκέμβρη του 1960. Αυτός ο κλάδος εργαζομένων δε ζούσε σε άλλο πλανήτη. Ζούσε τις συνθήκες αποσύνθεσης και υποχώρησης και είχε επηρεαστεί από αυτές. Τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως τα είχαμε προβλέψει. Μόλις δόθηκε το σύνθημα να ξεκινήσει η πορεία, οι πρώτες σειρές των οικοδόμων άρχισαν να σπρώχνουν τις αλυσίδες των αστυνομικών. Η πρώτη γραμμή των αστυνομικών έσπασε και από πίσω πυκνές δυνάμεις έπεσαν πάνω στους οικοδόμους που υποχωρούσαν άτακτα.
Όταν πρόβαλαν μπροστά μας, δέχτηκαν ψύχραιμα καταιγισμό από πέτρες και ξύλα. Ξαφνιάστηκαν και υποχώρησαν ξανά στο σημείο από όπου ξεκίνησαν. Δεν προφτάσαμε να πανηγυρίσουμε. Πίσω μας η πλατεία είχε αραιώσει. Από τους 15.000 περίπου οικοδόμους που βρίσκονταν εκεί πριν αρχίσουν τα γεγονότα δεν είχαν απομείνει πάνω από 1.000-1.500. Το αραιό πλήθος στην πλατεία δεν προμηνούσε τίποτε καλό.
Από κει και πέρα η σύγκρουση εξελίχθηκε σ’ έναν άτακτο ανταρτοπόλεμο ανάμεσα στην αστυνομία και μερικές εκατοντάδες διαδηλωτές. Η κύρια δύναμη της αστυνομίας εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πλατείας, όπου πριν βρισκόμασταν εμείς. Έγιναν πολλές επιθέσεις για να διωχθεί από κει. Σε μια απ’ αυτές ένα τούβλο έκοψε το αφτί του αστυνομικού διευθυντή Τασιγιώργου.
Ωστόσο, η αστυνομία σιγούρεψε τη θέση της στην πλατεία και άρχισε το έργο της διάλυσης όσων ομάδων από διαδηλωτές αμύνονταν ακόμη. Έγιναν απόπειρες να στήσουμε οδοφράγματα, αλλά δεν υπήρχε κόσμος να τα υπερασπιστεί.
Οι ελιγμοί της μικρής μας ομάδας ήταν αποτελεσματικοί στις επιμέρους συγκρούσεις, αλλά στάθηκε αδύνατο να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Ακόμη και αν είχαμε πολλαπλάσια δύναμη δεν θα άλλαζε τίποτε. Το πολύ-πολύ να είχε η διαδήλωση μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Περιμέναμε με την απεργία αυτή ν’ αρχίσει μια νέα άνοδος του αυθόρμητου μαζικού κινήματος. Αντί γι’ αυτό είδαμε την ήττα ενός κλάδου εργαζομένων που μέχρι τότε αποτελούσε την αιχμή του δόρατος για ολόκληρο το εργατικό κίνημα.
Ήταν φαίνεται μοιραίο ο κλάδος που άνοιξε αυτή την ηρωική περίοδο μ’ ένα αισιόδοξο πρελούδιο τον Δεκέμβρη του 1960* να την κλείσει με το κύκνειο άσμα της στις 12 Απρίλη του ’67».
- Μικρή αναφορά πάλι απο το βιβλίο του Στέργιου Κατσαρού στη μεγάλη απεργία των οικοδόμων τον Δεκέμβρη του 1960 «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης – Η γοητεία της βίας» (σ. 21-22):
«Το Δεκέμβρη του ’60 και το Γενάρη του ’61, όταν μεσουρανούσε η καραμανλική τρομοκρατία, ξέσπασαν οι απεργίες των οικοδόμων. Τα οικοδομικά σωματεία είχαν διαγραφεί από τη ΓΣΕΕ γιατί δεν έδωσαν τους αντικομμουνιστικούς όρκους πίστης που ζητούσε ο Μακρής και βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της ΕΔΑ. Υπήρχαν πράγματι καυτά αιτήματα, καθώς οι συνθήκες εργασίας στην οικοδομή ήταν από απάνθρωπες μέχρι βάρβαρες. Όλες σχεδόν οι κινητοποιήσεις των οικοδόμων, ακόμη και η πιο μικρή, έπαιρναν (και εξακολουθούν να παίρνουν) λίγο-πολύ και πολιτικό χαρακτήρα.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «οι διεκδικήσεις των οικοδόμων δεν απευθύνονταν τόσο προς τους πολυάριθμους συγκυριακούς και σκόρπιους εργοδότες όσο προς το κράτος και αφορούσαν θέματα κοινωνικής ασφάλειας, συνθήκες εργασίας και ωράρια. Αυτός ο χαρακτήρας του οικοδομικού κινήματος ενισχυόταν από το γεγονός ότι η οικοδομή ήταν ένα άσυλο για τον κάθε κατατρεγμένο. Αυτή την ιδιομορφία του οικοδομικού κινήματος θέλησε να εκμεταλλευτεί η ΕΔΑ και να δώσει στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα κάποιο πολιτικό χαρακτήρα. Τα πολιτικά αιτήματα που προωθούσε η ΕΔΑ ήταν ο εκδημοκρατισμός των συνδικάτων, η κατάργηση του παρακράτους της δεξιάς και ο «εκδημοκρατισμός του κράτους».Η πρόθεση τους ήταν να κρατηθούν οι κινητοποιήσεις στο πλαίσιο «του νόμου και της τάξης».
Ωστόσο, η αγριότητα της αστυνομίας και η αγανάκτηση των οικοδόμων ήταν τέτοιες που μετέτρεψαν τις διαδηλώσεις σε άγριες συγκρούσεις. Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1949 που οι καταπιεσμένες και εκμεταλλευόμενες μάζες αντιμετώπιζαν με βία τη βία των οργάνων κρατικής καταστολής. Δεν ήταν μόνο οι εβδομήντα χωροφύλακες που τραυματίστηκαν σοβαρά στα επεισόδια αυτά, αλλά και πολλοί άλλοι, που μετά τα γεγονότα υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Η ταπείνωση του χωροφύλακα, που για χρόνια ήταν απόλυτος κύριος της ζωής και της αξιοπρέπειας εκατομμυρίων ανθρώπων, είχε ένα απελευθερωτικό αποτέλεσμα για το σύνολο των καταπιεσμένων μαζών».