Πόλεμος θέσεων και πόλεμος ελιγμών
Θα παρεκκλίνω για λίγο προτού επιστρέψω στην κύρια οδό, στο ζήτημα του πώς μια χούφτα άνθρωποι έχουν την ισχύ να υπερασπιστούν ένα σπίτι. Ας δούμε τη συζήτηση σχετικά με την έννοια της επανάστασης που διεξήχθη εντός του μαρξισμού μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, όπου θα εστιάσουμε στην προσέγγιση που υποστηρίχθηκε από τον ιταλό μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι. Αρχικά μπορεί να φαίνεται σαν ένα περίεργο άλμα, αλλά πρόκειται για μια συζήτηση που είναι αξιοσημείωτα σύγχρονη, καθώς το παρελθόν δεν έχει εντελώς “περάσει”˙ είναι ένα πλούσιο κοίτασμα εικόνων και γνώσης, επιρρεπές σε ενημερώσεις και ανανέωση νοήματος υπό την προοπτική των σημερινών προβλημάτων και αναγκών μας.
Ο Γκράμσι μπαίνει στη συζήτηση κάνοντας μια διάκριση μεταξύ “πολέμου ελιγμών” και “πολέμου θέσεων”. Η έννοια της ταξικής πάλης ως πολέμου, που περιγράφεται με όρους στρατιωτικής στρατηγικής, ήταν επικρατούσα στο μαρξισμό της εποχής. Επιπλέον, ο Γκράμσι έγραφε από τη φυλακή του Μουσολίνι, και συνεχώς υποχρεούνταν να βρίσκει νέες μεταφορές προκειμένου να αποφύγει τη λογοκρισία. Παραδόξως, η χρήση μιας αινιγματικής και αόριστης γλώσσας, παρά το κλασικό μαρξιστικό λεξιλόγιο, έκανε το έργο του Γκράμσι χίλιες φορές πιο χρήσιμο ως πηγή έμπνευσης για τους μελλοντικούς αναγνώστες.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του “πολέμου ελιγμών” είναι: ταχύτητα, περιορισμένη απήχηση, και μετωπική επίθεση. Ο Γκράμσι συνθέτει την επιχειρηματολογία του μέσω της “διαρκούς επανάστασης” του Τρότσκι, της “γενικής απεργίας” του Σορέλ, της “εργατικής εξέγερσης” της Ρόζας Λούξεμπουργκ και, ιδιαίτερα, της λενινιστικής “κατάκτησης της εξουσίας”. Αυτές οι εικόνες της επαναστατικής αλλαγής συγκρούονται, ξανά και ξανά, με την ευρωπαϊκή και τη Δυτική πραγματικότητα: την αιματηρή καταστολή του κινήματος των Σπαρτακιστών στη Γερμανία (1918), τη διάλυση των εργατικών συμβουλίων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του Bienno Rosso (1919-1920), και ούτω καθεξής. Για να αποφευχθεί η αναμενόμενη αίσθηση απογοήτευσης και να κρατηθεί ενεργή η φιλοδοξία για την κοινωνική αλλαγή, πρέπει να επανεπινοήσουμε την επανάσταση.
Γράφοντας πίσω από τα κάγκελα, ο Γκράμσι συλλογίζεται ότι ο πόλεμος ελιγμών μπορεί να επιτύχει μόνον όπου η κοινωνία είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κράτος, και η κοινωνία των πολιτών (δηλ., θεσμοί συγγενικοί με την κρατική εξουσία: δικαιοσύνη, μέσα ενημέρωσης κ.λπ.) είναι απλή και αδόμητη, όπως ήταν η περίπτωση στη Ρωσία. Αντίθετα, η κοινωνία των πολιτών της Δυτικής Ευρώπης ήταν εξαιρετικά σταθερή, και ενεργούσε ως “περιχαράκωση και οχύρωση για την προστασία της κοινωνικής τάξης. Φαίνεται σαν η οικονομική καταστροφή να έχει διαρρήξει αποφασιστικά τη θέση του εχθρού, αλλά αυτό παραμένει ένα επιφανειακό αποτέλεσμα, γιατί πίσω από αυτό εξαπλώνεται μια αποτελεσματική γραμμή άμυνας”.
Ο Γκράμσι ασκεί κριτική στον “ιστορικό μυστικισμό” (η επανάσταση ως μια θαυματουργή φώτιση) και τον οικονομικό ντετερμινισμό (η υπόθεση ότι η οικονομική κατάρρευση θα πυροδοτήσει την επαναστατική διαδικασία) και θέτει μια νέα στρατηγική, μια εναλλακτική εικόνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό: τον “πόλεμο θέσεων”. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του πολέμου θέσεων είναι η επιβεβαίωση και η ανάπτυξη ενός νέου οράματος του κόσμου. Κάθε μια από τις καθημερινές μας ενέργειες, σύμφωνα με τον Γκράμσι, περιέχει ένα υπονοούμενο όραμα (ή φιλοσοφία) του κόσμου. Η επανάσταση διαδίδει ένα νέο όραμα -μαζί με άλλες εκφράσεις- του κόσμου που σιγά-σιγά διαφεύγει μακριά από το παλιό όραμα μέχρι που, τελικά, το εκτοπίζει. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται από τον Γκράμσι ως “κατασκευή της ηγεμονίας”. Καμιά εξουσία δε θα διαρκέσει πολύ χωρίς ηγεμονία, χωρίς έλεγχο των εκφράσεων της καθημερινής ζωής. Θα ήταν κυριαρχία χωρίς νομιμότητα, εξουσία συρρικνωμένη σε καθαρή καταπίεση και φόβο. Της κατάληψης της εξουσίας πρέπει, ως εκ τούτου, να προηγηθεί η “κατάληψη” της κοινωνίας των πολιτών.
Χριστιανισμός και Διαφωτισμός
Για να επεξηγήσει την επιχειρηματολογία του για μια άλλη ιδέα της επανάστασης, ο Γκράμσι δίνει δύο παραδείγματα: Χριστιανισμός και Διαφωτισμός. Είναι αρκετά περίεργο: χρησιμοποιεί μια θρησκευτική μεταρρύθμιση και μια πνευματική αναμόρφωση ως μοντέλα για να κάνει αντιληπτή την πολιτική επανάσταση που αποζητά. Σε αμφότερα τα παραδείγματα, ο καθοριστικός καταλύτης της αλλαγής είναι ένας νέος ορισμός της πραγματικότητας.
Στην περίπτωση του Χριστιανισμού, είναι η ιδέα ότι ο Χριστός αναστήθηκε και υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Ο Χριστιανισμός συνενώνεται γύρω από αυτή την “καλή είδηση” που διηθείται από κάθε ρωγμή που άφησε πίσω του ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος. Το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό είναι ότι οι πρώτοι χριστιανοί αποφεύγουν την εξουσία. Αντ’ αυτού, οι δράσεις τους οδήγησαν τελικά την εξουσία να έρθει σε αυτούς, όπως αποδεικνύεται από τον προσηλυτισμό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το μάθημα των πρώτων χριστιανών θα είναι: μη μάχεσαι άμεσα για την εξουσία, γίνε ο κομιστής του μηνύματος μιας νέας αντίληψης του κόσμου, και, τελικά, η εξουσία θα πέσει (στα χέρια σου).
Στην περίπτωση του Διαφωτισμού, είναι η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσης αξίας, ως όντα προικισμένα με το λόγο. Ο Διαφωτισμός ήταν το κίνημα που εξάπλωσε αυτή την ιδέα, σε σαλόνια, λέσχες ή εγκυκλοπαίδειες. Στο τέλος, παρατηρεί ο Γκράμσι, όταν η Γαλλική Επανάσταση έλαβε πράγματι χώρα, είχε ήδη κερδίσει. Η κυριαρχία δεν έχει καμία νομιμότητα, γιατί αυτή η νέα αντίληψη του κόσμου έχει σιωπηλά εκτοπίσει την παλιά, ξεπερνώντας τις εξουσίες του παλαιού καθεστώτος χωρίς καν να το αντιληφθούν. Το μάθημα από το Διαφωτισμό θα είναι: η επανάσταση έχει κερδίσει πριν η επανάσταση πραγματοποιηθεί, μέσω της επεξεργασίας και της εξάπλωσης μιας νέας εικόνας του κόσμου.
Αυτά είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται από τον Γκράμσι, ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 1937. Ωστόσο, ο 20ός αιώνας έχει σίγουρα προσφέρει άλλα παραδείγματα πολύ πιο κοντά στην δική μας εμπειρία. Πάρτε, για παράδειγμα, το Gay Κίνημα Δικαιωμάτων. Ένα κίνημα τόσο ορατό όσο και αόρατο, επίσημο και ανεπίσημο, πολιτικό και πολιτισμικό, που μεταμορφώνει εντελώς την κοινή αντίληψη σχετικά με τις συναισθηματικές και σεξουαλικές διαφορές και προχωρά για να πετύχει νομοθετική αλλαγή. Ή το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ εξήγησε ότι η ακαταμάχητη δύναμη του κινήματος έδρευε στην υπερνίκηση των βαθιά εσωτερικευμένων συναισθημάτων κατωτερότητας, με την αντιμετώπιση των αντιπάλων ως ίσων (σε εκστρατείες ανυπακοής, για παράδειγμα). Μια εξέγερση με αξιοπρέπεια που ώθησε σε τροποποιήσεις στους νόμους για τη γη.
Έτσι, ο πόλεμος θέσεων, σε αντίθεση με τον πόλεμο ελιγμών, είναι περισσότερο μια διείσδυση παρά μια επίθεση. Μια αργή μετατόπιση, παρά μια συσσώρευση δυνάμεων. Μια συλλογική και ανώνυμη κίνηση, παρά μια μειοψηφική και κεντρική λειτουργία. Μια μορφή έμμεσης, καθημερινής και διάχυτης πίεσης, παρά μια συγκεντρωτική και ταυτόχρονη εξέγερση (αλλά, χωρίς να κάνει λάθος, ο Γκράμσι δεν αποκλείει την εξέγερση σε οποιοδήποτε στάδιο, αλλά την υπάγει στην κατασκευή της ηγεμονίας). Και, πάνω από όλα, βασίζεται στην οικοδόμηση και ανάπτυξη ενός νέου ορισμού της πραγματικότητας. Όπως εξήγησε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, “τι μετράει και τι δεν μετράει, τι έχει νόημα και τι όχι, ο ορισμός δεν είναι χαραγμένος στα βιβλία, αλλά στην ίδια την ύπαρξη των πραγμάτων: στις ενέργειες των ανθρώπων, τις σχέσεις τους, την οργάνωσή τους, την αντίληψή τους για το τι είναι, τη διαβεβαίωση και την αναζήτησή τους για το τι μετράει, την υλικότητα των αντικειμένων που παράγουν, χρησιμοποιούν και καταναλώνουν”.
Το κίνημα 15-M ως πολιτιστική επανάσταση
Ας επιστρέψουμε στην πρώτη σκηνή μας, διατηρώντας αυτή την παράκαμψη προς τον Γκράμσι στο μυαλό. Νομίζω ότι αν πενήντα άνθρωποι είναι ικανοί να σταματήσουν την έξωση κατάσχεσης, είναι επειδή, κατά κάποιο τρόπο, είχε ήδη σταματήσει. Δηλαδή, το κίνημα 15-M, αν εκληφθεί ως ένα νέο κοινωνικό κλίμα παρά ως μια οργάνωση ή δομή, έχει επαναπροσδιορίσει την πραγματικότητα. Αυτό που πριν ήταν αόρατο (το ίδιο το γεγονός των εξώσεων κατάσχεσης) είναι πλέον ορατό. Αυτό που πριν φαινόταν (στην πραγματικότητα, κανονικοποιούνταν) ως “συνήθης κατάσχεση μιας εκκρεμούς υποθήκης”, τώρα θεωρείται κάτι απαράδεκτο. Αυτό που κάποτε παρουσιάστηκε ως αναπόφευκτο, τώρα εμφανίζεται ως ενδεχόμενο. Το κλίμα του κινήματος 15-M, χρησιμοποιώντας την ανάλυση του Γκράμσι, έχει οδηγήσει τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών σε μια κατάσταση κρίσης: αστυνομικοί παραβαίνουν τις διαταγές και δεν παίρνουν μέρος σε εξώσεις, δικαστές εκμεταλλεύονται κάθε ρωγμή στο νομικό κώδικα για να ευνοήσουν τα θύματα των κατασχέσεων, δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης συμπάσχουν και ενισχύουν τα μηνύματά τους, κλπ. Τελικά, πενήντα άτομα σε άμεση σχέση με το κλίμα του κινήματος 15-Μ, τόσο σε σχέση με το τι (αυτό για το οποίο αγωνίζονται) όσο και με το πώς (τον τρόπο που αγωνίζονται), δεν είναι μόνο πενήντα άτομα. Συνοδεύονται από εκατομμύρια, αόρατα. Είναι αυτό που ο φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού αποκαλεί “μια πλειοψηφική μειονότητα”. Ένας παράγοντας αλλαγής: ικανός να μολύνει επειδή είναι ο ίδιος φορέας.
Έτσι, επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημά μας, μπορούμε να ορίσουμε την ισχύ ως την ικανότητα να επαναπροσδιορίσουμε την πραγματικότητα: τι είναι άξιο και τι ανάξιο, δυνατό και αδύνατο, ορατό και αόρατο. Το κλίμα του κινήματος 15-M δεν έχει πιθανώς μεγάλη εξουσία (σωματική, ποσοτική, θεσμική ή οικονομική), αλλά ισχύ, σίγουρα. Δεν είναι απλώς μια κοινωνική ή πολιτική αλλαγή, αλλά επίσης και -πάνω από όλα- ένας πολιτισμικός (ή ακόμα και αισθητικός) μετασχηματισμός, μια αναπροσαρμογή της αντίληψης (το κατώφλι του τι είναι ορατό και τι αόρατο), της ευαισθησίας (τι θεωρούμε αρμονικό ή ανυπόφορο στην ύπαρξή μας), και της ιδέας του τι είναι δυνατόν (“ναι, μπορούμε”)2.
Η σημασία όλων αυτών δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή από εκείνους που επικρίνουν την υπερβολικά “συναισθηματική” κλίση του κινήματος 15-M, αρχής γενομένης από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, τον φημισμένο κοινωνιολόγο. Αυτό που αποκαλείται συναισθηματισμός ή ευαισθησία -ή, η ασυνείδητη βάση της κοινοτικής ζωής μας- είναι ακριβώς αυτό που μας παρακινεί να θεωρούμε ένα πρόσωπο που δεν ζει κοντά ως γείτονά μας έτσι κι αλλιώς, και στη συνέχεια να εμφανιζόμαστε στην πόρτα του για να τον προστατεύσουμε από μια βίαιη έξωση. Η αίσθηση ότι κάθε μία από τις ζωές μας δεν απολήγει σε έναν χωριστό, απομονωμένο εαυτό, αλλά αντίθετα, είναι διασυνδεδεμένη με πολλές άλλες άγνωστες ζωές (“είμαστε το 99%”).
Η πολιτική δεν είναι, πρώτα και κύρια, ζήτημα διατύπωσης καταγγελιών και ευαισθητοποίησης˙ δεν υπάρχει μια σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, και ό,τι είναι κακό μπορεί να γίνει ανεκτό επ’ αόριστον. Αντίθετα, είναι ένα είδος αποβολής του δέρματος δια του οποίου γινόμαστε ευαίσθητοι σε κάτι ή αλλεργικοί σε κάτι άλλο. Ούτε έχει τόσο να κάνει με την πειθώ (λόγος), ή την αποπλάνηση (μάρκετινγκ), αλλά μάλλον με το άνοιγμα κάθε είδους χώρων για να βιώσουμε έναν άλλο τρόπο ζωής, έναν άλλον ορισμό της πραγματικότητας, ένα άλλο όραμα για τον κόσμο. Στον αγώνα για ηγεμονία, το δέρμα -το δικό σας, το δικό μου, όλων μας- είναι το πεδίο της μάχης.
Μερικές αναφορές:
- Οι βασικές ιδέες για το κείμενο αυτό, ως συνήθως, προέκυψαν από συζητήσεις με φίλους, σε αυτή την περίπτωση ειδικά με τους Juan, Leo και Ema. Τους το παρουσίασα για πρώτη φορά στο συνέδριο 15MP2P.
- Αν σας άρεσε αυτό το κείμενο, μπορεί να σας ενδιαφέρουν και αυτά: “Waves and Foam” ή “Seeing the Invisible: On Unicorns and the 15-M Movement”.
- Guerre de mouvement et guerre de position, Antonio Gramsci & Razmig Keucheyan, La Fabrique (2012).
- “Antonio Gramsci’s Commitment”, κεφάλαιο από το βιβλίο “The Company Of Critics: Social Criticism And Political Commitment In The Twentieth Century” του Michael Walzer, (Basic Books, 1988).
- Νομίζω ότι τα επιχειρήματα του John Beasley Murray εναντίον της ιδέας της ηγεμονίας μπορούν να συμπυκνωθούν στο ζήτημα του ότι ο ιδεολογικός λόγος είναι απαραίτητος. Μπορούν να βρεθούν στο βιβλίο του “Posthegemony Political Theory and Latin America”, (Univ. of Minnesota Press, 2011). Δείτε εδώ για περισσότερες πληροφορίες.
- Η Εισαγωγή στο “L’Expérience du mouvement ouvrier” του Κορνήλιου Καστοριάδη (Union Générale d’Éditions, 1973).
- Για τον Martin Luther King, Jr, και το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων, το “The Spiritual Discipline Against Resentment”, κεφάλαιο από το βιβλίο του Christopher Lasch “The True and Only Heaven: Progress and Its Critics” (1991), είναι ένα πολύ εμπνευσμένο ανάγνωσμα.