Τρίτη , 19 Μαρτίου 2024

«Ματώνω, εξεγείρομαι, τρελαίνομαι»

1973-1-728-1

«EΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» ΚΩΣΤΑΣ ΖΥΡΙΝΗΣ –

«Νομίζω κάποια στιγμή όλοι αυτοί οι νεόπτωχοι, που αυξάνονται συνέχεια, θα κάνουν πάρα πολύ αισθητή την παρουσία τους» –

Κινηματογραφιστής, συγγραφέας, αρθρογράφος, κυρίως όμως πολιτικό ζώο, ο Κώστας Ζυρίνης έρχεται μέσα από μια ταινία, που δημιούργησε κυριολεκτικά ως χειρώναξ, να μας επιβάλει την επιστροφή σ’ εκείνες τις μαύρες μέρες, που δεν θέλουμε αλλά που πρέπει να θυμόμαστε. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο αλλά και τα χρόνια που είχαν προηγηθεί της 17ης Νοεμβρίου 1973, ο Ζυρίνης επιστρέφει με σπαράγματα μνήμης στον ιδιότυπο δικό του αγώνα μέσω της οργάνωσης «Λαϊκή Εξουσία» και της κινηματογραφικής ομάδας ΚΙΝΟ, μιλά για το σήμερα αλλά οραματίζεται και το αύριο στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Ηταν κοντά είκοσι τεσσάρων χρόνων, στη Ρώμη, όπου χαριτολογώντας θα πει πως είχε πάει για βόλτα, όταν έπεσε η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Και θεώρησε αυτονόητο πως έπρεπε να δημιουργήσει πάραυτα τη «Λαϊκή Εξουσία», μια οργάνωση με μαρξιστικές-λενινιστικές ρίζες, αλλά με κύριο στόχο τη χούντα.

«Ο στόχος ήταν κυρίως αντιδικτατορικός παρά κοινωνικός. Εκανα και μερικές στρατολογίες από το χώρο των φοιτητών· νέοι άνθρωποι που θα κατέβαιναν στην Ελλάδα και θα ‘πιαναν δουλειά. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να επιστρέψω γιατί είχα τηλεφωνήσει στη μάνα μου, η οποία μου είχε πει πως με την άνοδο της χούντας είχαν έρθει δυο-τρεις φορές στο σπίτι να με ψάξουν».

– Ο λόγος;

– Ημουν στους Λαμπράκηδες. Ο Μίκης με αποκαλούσε πρώτο μέλος της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης. Τη επετηρίδι, όχι αξιακά. Τέλος πάντων, δεν μπορούσα να επιστρέψω στην Αθήνα, αλλά μ’ έτρωγε ο κώλος μου διότι καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να κάνω αντίσταση από τη Ρώμη. Είχα βλέπετε πολλή εμπιστοσύνη κι ενθουσιασμό σ’ αυτό το όραμα.

– Την ξεκινήσατε όμως δι’ αντιπροσώπων…

– Επέστρεψα κι εγώ αργότερα. Ο πρώτος πυρήνας πάντως αποτελούνταν από φοιτητές που μπορούσαν νόμιμα να γυρίσουν στην Ελλάδα. Είχαν το καθήκον να ψάξουν όλους εκείνους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Εννοείται πως λειτουργούσαμε με απόλυτη συνωμοτικότητα, έχοντας διαβάσει οποιοδήποτε βιβλίο είχε εκδοθεί περί αυτής. Ομως η ιστορία δεν περπάταγε, αφού οι φοιτητές είναι φοιτητές και όχι προλετάριοι. Οσο για τους τελευταίους, επίσης άσ’ τα να πάνε.

– Τι έγινε με την επιστροφή σας στην Ελλάδα;

– Για ένα διάστημα ήμουν καλός πολίτης, ύστερα άρχισα να ψάχνομαι κι έτσι σιγά σιγά η «Λαϊκή Εξουσία» απέκτησε κάποια μέλη. Δεν ξέρω σήμερα πόσο λάθος ήταν, αλλά οι δυο-τρεις που αποτελούσαμε το κεντρικό όργανο επιμέναμε φρικτά στην παρανομία. Ημαστε οργανωμένοι σε τριάδες, χρησιμοποιούσαμε ψευδώνυμα κ.τ.λ…

– Βάζατε βόμβες;

– Οχι, σε αντίθεση με πολλές άλλες οργανώσεις δεν πολυπιστεύαμε ότι με το να ρίχνουμε στρακαστρούκες θα γινόταν κάτι. Οι κινήσεις μας γίνονταν περισσότερο σε πολιτικό επίπεδο. Πιστεύαμε στην πληροφόρηση. Είχα φτιάξει έναν αυτοσχέδιο πολύγραφο, τυπώναμε τις προκηρύξεις και τις ρίχναμε κάτω από τις πόρτες ή τις βάζαμε στα ρούχα που κρεμούσαν οι οικοδόμοι στα γιαπιά για να τις βρουν μετά στο σπίτι.

– Να πούμε για την Κινηματογραφική Ομάδα;

– Ο τίτλος ΚΙΝΟ παρέπεμπε στην κινηματογραφική ομάδα που στα χρόνια του Λένιν είχε δημιουργήσει ολόκληρο αισθητικό και πολιτικό ρεύμα. Ετσι κι αλλιώς το σαράκι του κινηματογράφου με έτρωγε από πολύ πριν. Εχω μια πορεία πολιτική και μια καλλιτεχνική, για να το πούμε έτσι, δυο δρόμους που συγκλίνουν, συγκρούονται, έλκονται ή απομακρύνονται. Θέλησα να κάνω το πάθος μου για τον κινηματογράφο αγωνιστικό εργαλείο και βέβαια με κόσμο εκτός «Λαϊκής Εξουσίας», ώστε να μην κάψω κανέναν. Κοντά μου βρέθηκαν πέντε-έξι άτομα που ήταν αντιφασίστες, αντιδικτατορικοί· μερικοί αποτολμούσαν να λένε ότι ήταν και μαρξιστές. Κι έτσι ξεκίνησε η δραστηριότητα με μια φορητή κινηματογραφική μηχανή Μπόλεξ. Κινηματογράφησα τη Νομική, το μνημόσυνο του Παπανδρέου, την απεγία πείνας του Βαγενά και μια μεγάλη απεργία στον Σκαραμαγκά -και βέβαια τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Κινηματογραφούσα ό,τι κουνιόταν.

– Μοντάζ πώς κάνατε;

– Το έκανα μόνος μου με ψαλίδι και σελοτέιπ. Φοβόμουν να πάω σε εργαστήριο. Στο μεταξύ η «Λαϊκή Εξουσία», πολύ αργά, έφτιαξε κι έναν κύκλο συνεργατών. Η ανάπτυξή της κόπηκε πάντως από την πτώση της χούντας. Κι εγώ παίρνοντας όλη την ευθύνη είπα «μη μασάτε, ακόμα δεν ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί» κι έτσι την κράτησα στην παρανομία για καιρό.

– Οραματιζόσασταν την πτώση του καπιταλισμού;

– Οταν ονομάζεις μια οργάνωση «Λαϊκή Εξουσία» παραπέμπεις κατ’ ευθείαν στη λαοκρατία. Τέλος πάντων, πάνω σε κείμενα που αναφέρονταν στο συνδυασμό νομιμότητας και παρανομίας βασίστηκε το κατηγορητήριο, βάσει του οποίου μας συνέλαβαν, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστώ αρχηγός τρομοκρατικής οργάνωσης. Κι έτσι το 1980 κάναμε φυλακή. Καταδικαστήκαμε με τον 774 περί τρομοκρατίας, νόμο που είχε αντικαταστήσει τον 509 περί κατασκοπίας και είχε στείλει τον Μπελογιάννη στο απόσπασμα. Ο 774 δεν προέβλεπε εφετείο, άρα ήταν αντισυνταγματικός και το χειρότερο απ’ όλα τιμωρούσε την προπαρασκευή, όπου σ’ αυτή χωρούσαν όλα. Καταδικαστήκαμε για προπαρασκευή και πρόθεση τρομοκρατικής οργάνωσης και αποφυλακιστήκαμε ως υπόδικοι τον Ιούλιο του 1981 με απόφαση του Αρείου Πάγου που εισήγαγε τη δίκη εκ νέου στη βάση ότι δεν είχε τεκμηριωθεί επαρκώς η κατηγορία. Στο φινάλε αθωωθήκαμε εντελώς.

– Και πώς νιώθετε σήμερα, ζώντας την περιρρέουσα κατάσταση;

– Στα εβδομήντα μου χρόνια βιώνω μια κατάσταση βαθιάς κατάθλιψης. Από την άλλη προσπαθώ να είμαι ψύχραιμος, αφού σκέπτομαι πως οι αλλαγές δεν δημιουργούνται σε γραμμικές πορείες. Ελεγα στη σύντροφό μου, που ήταν απογοητευμένη από τη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στο Σύνταγμα, πως ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ κανένα μυαλό δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα γίνει ένα τρελό μπαμ. Μπορεί πολύ αργά, μπορεί καθόλου, μπορεί και αύριο το πρωί. Κι ύστερα είναι μέρες που πέφτω να κοιμηθώ με την ψύχωση πως θα χτυπήσει το κουδούνι το πρωί και δεν θα είναι ο γαλατάς. Ομως βαθιά μέσα μου ξέρω ότι αυτό που ζούμε σήμερα δεν γίνεται να πάει μακριά. Και η μόνιμη ενοχή μου είναι ότι δεν είμαι άξιος του παρελθόντος μου, αφού θα έπρεπε να είμαι ο πρώτος που θα έβγαινε στους δρόμους, ενώ τώρα περιμένω από άλλους να το κάνουν.

– Πώς είδατε την πορεία της κοινωνίας τα τελευταία 40 χρόνια;

– Ακόμα και στο «Γεωτρόπιο», σχεδόν όλα μου τα κείμενα κατήγγελλαν αυτή την πορεία, τον καταναλωτισμό, τον ευδαιμονισμό, τον ψεύτικο τρόπο ζωής που τη χαρακτήριζε. Κάτι που δεν μπορούσα να ενσωματώσω εύκολα σε πολιτική θέση. Αποτελούσε περισσότερο πολιτισμική παρατήρηση γεννημένη από την οργή για την κοινωνία στην οποία εξακολουθούμε να ζούμε.

– Σήμερα ο ελληνικός λαός τρώει χαστούκια απ’ όλες τις μεριές και δεν αντιδρά;

– Πολιτισμικά έχει ευνουχιστεί. Είναι ένας λαός κακομοίρης, ένας μαζοχιστής που αυτομαστιγώνεται. Στην καλύτερη περίπτωση θ’ ακούσεις να λένε: «Ε, να τα καταφέρω εγώ», όχι «να τα καταφέρουμε». Ψάχνονται για το πώς θα επιβιώσουν ως μονάδες. Αυτό είναι ένα κυρίαρχο συναίσθημα στην κοινωνία, εξαιρουμένων βέβαια των ανθρώπων που έχουν μια τσαντίλα, μια ζωηράδα, μια όρεξη και λένε δεν πάει άλλο και κάτι πρέπει να γίνει. Ομως το ποσοστό τους είναι ασήμαντο.

– Αφελώς ρωτάω, την επανάσταση πότε θα την κάνουμε;

– Δεν χρησιμοποιώ πια τον όρο επανάσταση. Παρ’ εκτός αν γίνει, μόνο a posteriori θα δηλώσω ότι αυτή ήταν η επανάσταση. Αυτή τη στιγμή νιώθω όμως ένα εξεγερσιακό κίνημα που έχει τα πάνω και τα κάτω του. Από τη μία υπάρχει η αργή άνοδος με την έννοια της δυναμικής παρουσίας, από την άλλη οι αντοχές του ψεύδους από τη μεριά της εξουσίας. Ως πότε, λέω, θα μπορούν να κρατούν με το ψέμα όλον αυτό τον κόσμο. Ο Κουβέλης, ας πούμε, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια γιατί καταλάβαινε ότι το πράγμα δεν θα πήγαινε πουθενά. Και ο Βενιζέλος κάνει κόνξες και θέλει να βάλει τη σφραγίδα του στην πολιτική του Σαμαρά, για να πει αύριο «εγώ είχα διαχωρίσει τη θέση μου». Ομως δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλο αυτό θα συνεχιστεί.

– Και δεν πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει περίπτωση να συνεχιστούν επ’ άπειρον τα χαστούκια;

– Ως μαρξιστής δεν πιστεύω αλλά υποθέτω, νομίζω, ελπίζω. Νομίζω λοιπόν ότι κάποια στιγμή όλοι αυτοί οι νεόπτωχοι, που αυξάνονται συνέχεια, θα κάνουν πάρα πολύ αισθητή την παρουσία τους. Ο κάθε φουκαράς που περνάει έξω από το παράθυρό μου και ψάχνει στον κάδο για να φάει, με ματώνει. Οπως και όλοι όσοι κοιμούνται στα πεζοδρόμια της πόλης. Εξεγείρομαι. Τρελαίνομαι. Κι έτσι τα χαστούκια μπορεί να συνεχιστούν μεν, αλλά μπορεί να υπάρξει κι ένα μπραφ, ελπίζω προς τη σωστή κατεύθυνση.

– Ακριβώς. Για να επανέλθω όμως στην επανάσταση, την έχω λίγο απομυθοποιήσει ως, ας πούμε, έναν προετοιμασμένο κομματικό στρατό, έτοιμο να συγκρουστεί με βία. Η επανάσταση μπορεί να γίνει μέσω μιας πορείας όπου, δίχως να ματώσει μύτη, τα πράγματα θ’ αλλάξουν. Οχι επειδή το θέλω εγώ, αλλά επειδή μπορεί κι αυτό να γίνει.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=398581 /17-11-2013

H TAINIA NTOKOYMENTO TOY ΚΩΣΤΑ ΖΗΡΙΝΗ

Δείτε επίσης

Τα «Δεκεμβριανά» χωρίς ιδεοληψίες

  Του ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ * –  Δεν υπάρχουν και πολλά σκοτεινά σημεία για τη σύγχρονη …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *