Δευτέρα , 9 Δεκεμβρίου 2024

“Οι νύχτες της Καμπίρια” – Φεντερίκο Φελίνι

le notti di cabiria (2)

Σκηνοθεσία Φεντερίκο Φελίνι, παίζει η Τζουλιέτα Μασίνα – 

Η ζωή μας είναι ένα τσίρκο που το δημιουργούμε οι ίδιοι με τα όνειρά μας που στη συνέχεια κατακρημνίζονται, με τις ελπίδες μας που κάποτε σβήνουν, με τις φοβίες μας που πραγματοποιούνται, με τις όμορφες στιγμές που δεν επαναλαμβάνονται αλλά μας προσφέρουν λίγη από τη λάμψη τους για να κρατούμε μαζί μας για πάντα.

Από τους χαρακτήρες του παγκόσμιου κινηματογράφου κανείς δεν χρειάστηκε περισσότερη φροντίδα από την Καμπίρια, που μέσα από τα πολλά λάθη της κατάφερε να γίνει ανθρώπινη. Γκρινιάζει όταν το νιώθει, κλαίει όταν λυπάται, γελά δυνατά όταν χαίρεται, πάντοτε με μία αξιοσημείωτη γενναιότητα και περηφάνια που συνυπάρχει με μία τρομαχτική ευαισθησία κι ειλικρίνεια. Είναι γεμάτη ενώ δεν έχει τίποτα κι όταν της παρουσιάζεται κάτι, ενθουσιάζεται σε βαθμό που μπορεί να παρατήσει τα πάντα γι’ αυτό. Και δεν συμπεριφέρεται έτσι από ανασφάλεια, αλλά απεριόριστη ευγνωμοσύνη απέναντι σε ό,τι καινούριο προκύπτει μπροστά της και αναπτερώνει όλες τις ελπίδες της και έναν πηγαίο παιδικό αυθορμητισμό. Στις κινήσεις της, στα ξεσπάσματά της, στους μικροενθουσιασμούς της η Καμπίρια θα κάνει συνεχώς το ένα λάθος μετά το άλλο, θα απογοητεύεται κι ύστερα θα περπατά γεμάτη και χαρούμενη προς το επόμενο έχοντας αποκομίσει ακόμη μία πολύτιμη εμπειρία.

Ο σημαντικότερος λόγος που η Καμπίρια παραμένει ζωντανή και σήμερα είναι ότι αποτελεί την πραγματοποίηση μιας ημιτελούς ιδέας και αποδεικνύει ότι, αν όχι σημαντικότερη, είναι εξίσου σημαντική με μία ολοκληρωμένη γιατί επιτρέπει περισσότερες δυνατότητες ερμηνείας. Κι επειδή ο Φελίνι επεξεργάστηκε με τον καλύτερο τρόπο αυτή την ημιτελή ιδέα, ίσως κι ο ίδιος να μην προέβλεψε τις μελλοντικές παραμέτρους της γιατί η ουτοπική φύση της επινόησής του ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Η Καμπίρια πέρασε σε μία νοόσφαιρα που ούτε ο σκηνοθέτης μπορούσε αρχικά να διανοηθεί κι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταφέρουμε να δούμε κι εμείς πιο καθαρά μέρος της πολλαπλής σημειολογίας της. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία και πρέπει να του αποδοθεί με όλες τις τιμές είναι ότι είχε τον αλτρουϊσμό να την παρουσιάσει ημιτελή και να κρατήσει το ενδιαφέρον με τα ουσιώδη στοιχεία της. Έτσι, με τον τρόπο της, κατάφερε να υπάρχει και να ζωντανεύει το σινεμά επειδή προκαλεί το θεατή της να ανησυχήσει για εκείνη ακόμη και σήμερα. Όταν συζητάμε για την Καμπίρια δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι.

Η Καμπίρια είναι μία θεϊκή ύπαρξη με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μία κινηματογραφική μορφή που μας παίρνει από το χέρι για να μας δείξει τις απλές χαρές της ζωής. Η ιστορία της δεν θα μπορούσε παρά να είναι επεισοδιακή, δηλαδή γεμάτη επεισόδια, κι όχι να περιέχει μόνο μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος που θα έκλεινε προς μία συμβιβαστική ολοκλήρωση. Αυτό οφείλεται στο ότι και η ίδια ζει σε μία κατάσταση μυαλού που δεν εξελίσσεται, αλλά επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από το ένα συμβάν στο επόμενο, ένα προσόν που δίνει στο χαρακτήρα της πολλές διαστάσεις.

Αλλά η Καμπίρια είναι διαχρονική επειδή είναι και απολύτως ανθρώπινη και μάλιστα έχει πολλά αρνητικά στοιχεία, όπως το γεγονός ότι δεν βελτιώνεται. Ένας χαρακτήρας δεν βελτιώνεται για δύο λόγους: είτε επειδή είναι τέλειος (άρα δεν είναι ανθρώπινος) είτε επειδή είναι ανθρώπινος αλλά η χαμηλή νοημοσύνη του δεν τον αφήνει να βελτιωθεί. Παραδόξως, η Καμπίρια συνδυάζει και τις δύο παραπάνω έννοιες. Μπορεί να επιβιώνει μέσα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, να ξυπνά για λίγο και να προχωρά με ορμή προς το ίδιο λάθος χωρίς να μαθαίνει. Ως απεικόνιση μιας ελαττωματικής φιγούρας αποτελεί την πληρέστερη μορφή της (αν μπορούμε να κάνουμε μία τόσο υπερβατική σκέψη), αλλά και ως απόδειξη του πόσες παραλλαγές μπορεί να αποκτήσει ένας χαρακτήρας που με τα επαναλαμβανόμενα ατοπήματά του καθίσταται οικείος.

Στο πρώτο επεισόδιο η Καμπίρια κοντεύει να πνιγεί. Ο φίλος της, με τον οποίο είναι μαζί περίπου ένα μήνα, την σπρώχνει για να πέσει στο ποτάμι και τρέχει να απομακρυνθεί αφού πρώτα της άρπαξε την τσάντα από τα χέρια. Η Καμπίρια τελικά σώζεται από την αυτοθυσία κάποιων παιδιών κι αντί να τον μισήσει, τον δικαιολογεί και ψάχνει να τον βρει. Στη Βάντα, μια συνάδελφο και φίλη της, εξομολογείται ότι πιθανότατα έφυγε επειδή τρόμαξε που την είδε να κινδυνεύει. Όμως, είναι προφανές σε όλους ότι δεν είναι αυτή η αλήθεια. Η Καμπίρια έφτασε κοντά στο θάνατο εξαιτίας του κι όμως επιλέγει να συνεχίσει με αυτές τις σκέψεις. Με τη βοήθεια της Βάντα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι όντως έμπλεξε με έναν διπρόσωπο απατεώνα που την εκμεταλλεύτηκε και την κατάλληλη στιγμή αποχώρησε από τη ζωή της με τον πιο αποκρουστικό τρόπο. Σύντομα βιώνει την πρώτη της απογοήτευση, μια αφύπνιση από τα όνειρα που δημιούργησε μόνη της. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο ικανή είναι να θυμάται το λάθος της για να μην το επαναλάβει. Ο επιπόλαιος ενθουσιασμός της δείχνει ότι δεν πολυσκέφτεται τις δυσάρεστες στιγμές της κι αυτή η αφύπνιση δεν θα κρατήσει για πολύ.

Βέβαια, πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Η Καμπίρια βοήθησε τον φίλο της να πάρει κάποια χρήματα παρόλο που αυτό παραλίγο να της στοιχίσει την ίδια της τη ζωή. Η θεϊκή της υπόσταση επιτρέπει μια μορφή αυτοθυσίας για να ευνοηθεί ένας συνάνθρωπος παρόλο που συνέβη άθελά της. Δεν της ζητήθηκε να βοηθήσει αλλά από τη στιγμή που συνέβη, η βοήθειά της είναι ένα γεγονός. Αυτό τελικά βοηθά κι εμάς να δούμε τον πολλαπλό ρόλο της στην ταινία. Είχε βάλει πολλά χρήματα στην άκρη από τη δουλειά της, χρήματα που η ίδια δεν χρειαζόταν πάρα μόνο για να ζήσει, τα είχε όλα μαζί της γιατί πίστεψε στα λόγια του φίλου της (ένα λάθος που θα επαναλάβει αργότερα) και στο τέλος τα θυσιάζει στο έλεος του έρωτά χωρίς να υπολογίζει ότι εξαπατήθηκε.

Στο δεύτερο επεισόδιο γνωρίζει τον διάσημο ηθοποιό Αλμπέρτο Ράτζαρι ο οποίος, μετά από έναν καυγά με τη μνηστή του, επιλέγει την Καμπίρια για να κάνουν μαζί μια βόλτα σε ένα βραδινό μαγαζί. Μπαίνοντας μέσα η Καμπίρια θα παιχνιδίσει με διάφορους τρόπους για να ξεγελάσει την ανία της. Παίζει με τις κουρτίνες και ύστερα χορεύει μαζί του με σπαστικές κινήσεις θυμίζοντας τον Σαρλό ή κάποιον άλλο κλασικό ήρωα του βωβού σινεμά. Σε κείμενό του ο Φελίνι υποστήριξε ότι είχε πολλές φορές στο νου του τον Τσάρλι Τσάπλιν όταν δημιουργούσε την Καμπίρια και ήθελε να συσχετίσει την ταινία του με τα ‘Φώτα της Πόλης’ του ιδίου.

Στην πράξη βλέπουμε ότι ο Φελίνι κάνει κάποιους πολύ σημαντικούς διαχωρισμούς. Επιλέγει να τοποθετήσει την αστεία φιγούρα της Καμπίρια απέναντι από το προσωπικό πρόβλημα του Ράτζαρι κι αυτή η συμβολική της διάσταση θα μας υπενθυμίζει ότι βρίσκεται έξω από τα κοινά προβλήματα των άλλων κι επειδή βαριέται προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει κάτι αστείο. Ο διάσημος ηθοποιός θέλει να πιεί και να σκεφτεί τον καυγά με τη μνηστή του και η Καμπίρια βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό νοητικό σύμπαν όπου όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται με ανθρώπινο τρόπο δίπλα του (θα περιμέναμε να τον ακούσει και να τον συμπονέσει ίσως) αλλά κάνει σαχλαμάρες επειδή βαριέται. Το σημαντικό εδώ είναι να δούμε ότι δεν φέρεται έτσι από ασέβεια, αλλά επειδή με έναν περίεργο τρόπο έτσι είναι και δεν χρειάζεται να έχουμε ανθρώπινες απαιτήσεις από εκείνη. Δεν χρειάζεται να έχουμε καν απαιτήσεις, όπως ομοίως κι η ίδια δείχνει πλήρης με τις λιγότερες δυνατές. Γι’ αυτό και θα φωνάξει στις άλλες ιερόδουλες για να γυρίσουν να δουν ότι είναι με τον Ράτζαρι. Με αυτού τους είδους τη συμπεριφορά είναι ικανοποιημένη. Μπορεί να είναι μία καταπιεσμένη περηφάνια αλλά ίσως είναι η μόνη περηφάνια που έχει ένας άνθρωπος στον οποίο η ζωή έχει φερθεί με αδικία.

Μέχρι τώρα βλέπουμε πως οι γύρω της έχουν προβλήματα, ο ένας με τα λεφτά κι ο άλλος με τα συναισθηματικά και πως η ίδια δεν καταλαβαίνει αυτά τα προβλήματα αλλά με τον τρόπο της τα λύνει ή τα γλυκαίνει, κάτι στο οποίο θα στόχευε και μία υπεράνθρωπη οντότητα. Δεν τα κατακρίνει και δεν έχει κάποια κοσμοθεωρία να υποστηρίξει, απλά συνυπάρχει κι εκείνη μαζί τους γιατί δεν έχει άλλη επιλογή κι ενώ δίνεται ολοκληρωτικά, το κάνει πολύ διακριτικά. Μόνο σε σύγκριση με αυτά τα προβλήματα μπορούμε να καταλάβουμε μέρος του ρόλου της, ενός ρόλου που έχει ακόμη πολλά να δώσει και δεν είναι μόνο αποκομμένος από την πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι με την κλασική σημασία της έννοιας.

Στο τρίτο επεισόδιο η Καμπίρια γνωρίζει έναν άνθρωπο που έχει κάτι πιο ουσιαστικό. Ξυπνά τη νύχτα και πηγαίνει φαγητό σε φτωχούς και άστεγους της περιοχής για λόγους που κι ο ίδιος δεν έχει καταλάβει αλλά προέκυψαν σιγά σιγά μαζί με αυτή του τη συνήθεια, όπως της εκμυστηρεύεται. Ένα κοινό στοιχείο αυτού του χαρακτήρα με την ίδια είναι ότι και οι δύο κινούνται σε μεγάλο βαθμό με μία αμφιβολία που εδραιώνει καλύτερα την παραγωγικότερη φύση των ημιτελών χαρακτήρων από εκείνη των ολοκληρωμένων. Τον γνωρίζει, του προσφέρει τη βοήθειά της και όταν τελικά αποχωρίζονται, τον ευχαριστεί για όλα όσα κάνει. Ως άγγελοι συνυπάρχουν και συνειδητοποιούν ο ένας την αξία του άλλου για να πάνε παρακάτω στη συνέχεια του έργου τους. Εδώ καταλαβαίνουμε ότι κι η ίδια οραματίζεται με τρόπο όμοιο με εκείνον που πράττει το όραμά του και καταλαβαίνουμε ότι ο χαριτωμένος χαρακτήρας της δεν μένει στην επιφάνεια της καρικατούρας του αλλά επιχειρεί να ζήσει για κάτι βαθύτερο, που κι αν δεν μπορεί να το ορίσει δεν πτοείται γιατί είναι ικανή να το βιώσει με τον τρόπο της. Στη γνωριμία τους που δεν κρατά πολύ και δεν έχει καμία ερωτική προέκταση, βλέπουμε να συνεννοούνται, να είναι συμβατοί σε ένα καινούριο πλαίσιο και να μην έχουν την ανάγκη να ξαναϊδωθούν, ίσως γιατί έχουν τον ίδιο ακριβώς στόχο, να βοηθήσουν τους πιο αδύναμους αφού οι ίδιοι είναι τόσο δυνατοί.

Στη συνέχεια επισκέπτεται την εκκλησία και παρακαλεί την Παναγία να την βοηθήσει να αλλάξει τη ζωή της. Σα να της άνοιξε ένα νέο δρόμο ο βοηθός των αστέγων ή ίσως για πρώτη φορά είδε ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που βοηθούν όπως αυτή κι έτσι ένιωσε λιγότερο μόνη. Την επόμενη μέρα πάει για πικνίκ με τις φίλες της και γκρινιάζει που δεν αλλάζει καμιά τους σε βαθμό που δεν αντέχει άλλο ούτε αυτή, αλλά ούτε κι αυτές.

Αργότερα επισκέπτεται ένα θέατρο όπου ένας υπνωτιστής παρουσιάζει το πρόγραμμά του. Με την παρότρυνση του κοινού την επιλέγει, την υπνωτίζει και της αποσπά πολλά προσωπικά μυστικά, όπως ότι έχει δικό της σπίτι και τραπεζικό λογαριασμό. Ακόμη και τα όνειρά της εκμυστηρεύεται μπροστά στους θεατές.

Τέλος γνωρίζει τον Όσκαρ κι ενώ αρχικά είναι αρκετά επιφυλακτική, πείθεται σιγά σιγά για τον έρωτά του αφού άκουσε κι έναν ιερωμένο να της εξηγεί ότι το ιερό καθήκον κάθε γυναίκας είναι να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Ενθουσιάζεται για τις προθέσεις του, απορεί για το ότι γνωρίζονται λιγότερο από δύο εβδομάδες κι όμως ενδίδει στα λόγια του επειδή έχει τόσο λίγες προσδοκίες από τους ανθρώπους που οτιδήποτε καλό μέσα στο κακό αποκτά τεράστιες διαστάσεις για εκείνη σε βαθμό που δεν βλέπει πια το κακό. Κατά συνέπεια, απογοητεύεται ακόμη μία φορά.

Στο τέλος της ταινίας την παρακολουθούμε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο έλεος μιας ακόμη πιθανής απογοήτευσης στην οποία μάλλον θα βουτήξει με την ίδια ειλικρίνεια και δεν θα πάρει για ακόμη μια φορά το μάθημά της. Το τελικό της βάδισμα με τα παιδιά στο χωμάτινο δρόμο, τη νύχτα, υπό τους ήχους της μουσικής δεν είναι μόνο η πιστοποίηση ότι πολλά από τα μεγάλα έργα είναι καλύτερο να μένουν ημιτελή, είναι και το κλείσιμο του ματιού ενός αγγέλου που σου λέει ότι η ζωή είναι αυτή, με τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους, με το κουράγιο να πας κάθε φορά παρακάτω, να ξεπερνάς τα προβλήματα και στο τέλος να χαμογελάς δακρυσμένα γιατί είναι το καλύτερο πράγμα που σου δόθηκε σε αυτό τον κόσμο.

Η ικανότητα του Φελίνι να συγκινεί προέρχεται από τη μόνιμη σχέση του με αυτόν τον κόσμο εκτός πραγματικότητας που όλοι βιώνουμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά μας τον εκφράζει ξεκάθαρα με τις ταινίες και τους ουτοπικούς χαρακτήρες του. Όσο κωμικοτραγική μπορεί να είναι η ζωή ενός ανθρώπου τόσο μπορεί να είναι κι ενός χαρακτήρα με ανθρώπινα και θεϊκά στοιχεία. Με το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε δεν χωρά στα τετριμμένα, οποιονδήποτε απομονώνει η κοινωνία, ο Φελίνι ενίσχυσε τα τετριμμένα και τα έκανε ενδιαφέροντα. Εξαρτάται από το θεατή εάν θέλει να πιστέψει στην Καμπίρια, εάν θέλει να της δώσει ανθρώπινη ή θεϊκή διάσταση ή και τα δύο ή τίποτε από τα δύο. Αλλά μέσα στο συμβολικό της χωροχρόνο πρέπει να της αναγνωρίσουμε την ιδιότητα να υπάρχει όπως είναι, ένα σύμβολο που συνδυάζει την ελαφρότητα και την επιπολαιότητα με τη γενναιότητα, την αγάπη και την εμπιστοσύνη.

Η Καμπίρια δεν είναι διαχρονική επειδή μαθαίνει από τα λάθη της ή επειδή βλέπει αλήθειες ακόμη και μέσα στα ψέματα, αλλά επειδή συνεχίζει να παραμένει απτόητη, τολμηρή και αισιόδοξη να συναντήσει τη δική της αλήθεια. Η αισιοδοξία της είναι ίσως το πιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό της κι αυτό που θα συνεχίσει να τη μπλέκει σε προβλήματα. Μήπως όμως είναι αισιόδοξη επειδή έχει χαμηλές προσδοκίες από όλους; Ο δρόμος της θα συνεχίσει πιθανότατα να τη γεμίζει θλίψη και ανασφάλεια αλλά εκείνη θα κοιτά με χαμόγελο και θα φωνάζει ακόμη μια φορά δυνατά το όνομά της, όχι από εγωισμό, αλλά επείδή αυτή η φωνή είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί να της πάρει κανείς και για το οποίο αξίζει να προχωρά στο άγνωστο, περιτριγυρισμένη από μουσικούς που παίζουν και χορεύουν σε μια διονυσιακή τελετή που οδηγεί ίσως μόνο σε άλλη μία τραγωδία. Μπορείς να την κατηγορήσεις ότι δεν θέλει να δει κατάματα την πραγματικότητα αλλά δεν μπορείς να μην της αναγνωρίσεις την ικανότητα να δημιουργεί ουτοπίες, ασχέτως εάν μόνη της τις υποβαθμίζει σε απατηλά όνειρα στη συνέχεια. Γιατί να μην υπαινιχθούμε ότι η Καμπίρια είναι μία αγγελική οντότητα που πασχίζει μανιωδώς να αποκτήσει τα φτερά της;

http://nikolaspappas.blogspot.gr

 

Η ταινία παίζεται Tετάρτη 7/10, ώρα 9μ.μ. στο Ash In Art (ισόγειο)
Ηρακλέους 10 & Kαλλιρρόης, έναντι στάσης μετρό Συγγρού-Fixστο ASH IN ART
11743, Αθήνα,
Τ: 210 9216-890

Oι προβολές ξεκινούν ώρα 9μμ. 2€ οικονομική ενίσχυση.
Λειτουργεί μίνι καφέ-μπαρ. (Τιμές: Αναψυκτικά 1,50€, Μπύρα 2€, Κρασί 3€, Ποτά 4€, Σνακς 2€)
Μετά την προβολή ακολουθεί 15λεπτη συζήτηση με τους σκηνοθέτες Κώστα Πρίντεζη και Λεωνίδα Τζωρτζάκη και εκπρόσωπο του Ash In Art
Περιορισμένος αριθμός θέσεων. Ελάτε 20′-30′ νωρίτερα.

https://www.facebook.com/events/755065471270407/

Δείτε επίσης

“Ο θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε”

Πέμπτη 1 Οκτ., 9 μμ., προβολή της ταινίας “ο θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε” (1948). Σκηνοθεσία …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *