Το 1976, σε μια φυλακή με το όνομα «Ελευθερία»…
Οι πολιτικοί κρατούμενοι της Ουρουγουάης δεν μπορούν να μιλούν χωρίς άδεια, να σφυρίζουν, να χαμογελούν, να τραγουδούν, να βαδίζουν γρήγορα ή να χαιρετούν άλλον κρατούμενο.
Ούτε μπορούν να ζωγραφίζουν ή να λάμβάνουν ζωγραφιές με εγκύους γυναίκες, ζευγάρια, πεταλούδες, αστέρια ή πουλιά.
Ο Ντιντοσκό Πέρες, δάσκαλος, που βασανίστηκε και φυλακίστηκε επειδή είχε «ιδεολογικές ιδέες», δέχεται μια Κυριακή επίσκεψη της κόρης του Μιλάι, πέντε ετών.
Το κορίτσι του φέρνει μια ζωγραφιά με πουλιά. Οι λογοκριτές τη σχίζουν στην είσοδο της φυλακής.
Την επόμενη Κυριακή, η Μιλάι του φέρνει μια ζωγραφιά με δέντρα. Τα δέντρα δεν απαγορεύονται και η ζωγραφιά περνάει.
Ο Ντιντοσκό την παινεύει για το έργο της και την ρωτά για τους μικρούς χρωματιστούς κύκλους που φαίνονται πάνω στα δέντρα, πολλοί μικροί χρωματιστοί κύκλοι ανάμεσα στα κλαδιά:
– Είναι πορτοκάλια; Τι φρούτα είναι;
Η μικρή τον κάνει να σωπάσει.
– Σσσστ.
Και συνωμοτικά του εξηγεί:
– Χαζούλη, δε βλέπεις ότι είναι μάτια; Τα μάτια των πουλιών που σου έφερα κρυφά.
(από τις Μέρες και Νύχτες αγάπης και πολέμου, 1976).
[το κείμενο απο το http://www.hitandrun.gr ]